Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΣΟΦΗΣ

Το μυαλό της Σόφης προσπαθεί να συνέλθει από τα σοκ. Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό που την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της ήταν αυτό που διάβασε ή οι γενικότερες εξελίξεις ή ότι τελικά βρίσκετε πολύ κοντά στην αλήθεια. 

Ο Ορέστης προσπαθεί να την συνεφέρει και να συνειδητοποιήσει και αυτός τα γεγονότα. Οι συνειρμοί στο μυαλό της Σόφης χιλιάδες. Καθώς συνέρχεται σκέφτεται πως το τελευταίο γράμμα έλεγε ξεκάθαρα για το που είχε σκοπό ο πατέρας της να πάει. Ο Γιώργος είχε σκοπό να μετακομίσει στην Αυστραλία. Η ντροπή του ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να αντικρίσει τις δύο αδερφές. Πόσο μάλλον την μικρή του κόρη. Ταυτόχρονα έρχεται στο νου της το γράμμα που είχε κάψει η θεία της πριν πεθάνει. Θα ήταν το ίδιο γράμμα και προς σε αυτή. Σκέφτηκε μετά και την απόδειξη με το όνομα ''Γεώργιος Αγγέλου''. 

- Είναι ο ξάδερφός του! αναφώνησε. 
Η σκέψη αυτή την έκανε να ανασηκωθεί. Ταίριαξε ανεπιτήδευτα τα ρούχα της και απευθύνθηκε στον Ορέστη.
- Η αλήθεια δεν είναι εδώ. Η θεία πέθανε και δεν μπορεί να μας πει τι πραγματικά συνέβη. Ξέρω όμως ποιος θα μας την πει. Ο Γιώργος Αγγέλου, ο ιδιοκτήτης της εταιρίας ηλεκτρονικών. Αυτός γνωρίζει και πρέπει να μας μιλήσει.
-Είναι πολύ αργά για απόψε, της λέει γλυκά ο Ορέστης. Πάμε να ξεκουραστούμε και αύριο μετά την δουλειά θα επισκεφτούμε τον κο Ιωάννου ώστε να μας δώσει την διεύθυνσή του. 

Το ζευγάρι μπήκε στο αμάξι τους και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Ο δρόμος σαν λύτρωση για την Σόφη. Για πρώτη φορά, από τότε που ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, ένοιωθε σίγουρη για την εξέλιξη. Δεν ήξερε το τέλος της, αλλά ήταν σίγουρη πως ήταν κοντά στην αλήθεια. Έπεσε για ύπνο και μετά από καιρό κοιμήθηκε χωρίς εφιάλτες, ούτε καν όνειρα.

Την άλλη μέρα στη δουλειά το μυαλό της ήταν αλλού μια γλυκιά αίσθηση αναμονής αλλά και αγωνίας την πλημμύριζε. Όταν περιμένεις κάτι ο χρόνος δεν περνά, ενώ αντίθετα όταν δεν θες να περάσει είναι αμείλικτος. Το απόγευμα τους βρίσκει στο γραφείο του Ιωάννου. Η Σόφη του εξηγεί τον συλλογισμό της και του ζητά την διεύθυνση του Αγγέλου. Παρά τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες του ντετέκτιβ, της την δίνει. 

- Δεν θα τον πάρω τηλέφωνο. Θα πάμε κατευθείαν εκεί. Αν του τηλεφωνήσω ίσως δεν θα θέλει να μου μιλήσει, λέει στον Ορέστη.
- Έχεις δίκιο καλή μου, της απαντά και της ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου.
Δεν έμενε μακρυά και έφτασαν γρήγορα.
Ήταν μια μονοκατοικία στα προάστια η οποία μαρτυρούσε την οικονομική του κατάσταση, αλλά όμως εμφανώς παραμελειμένη. Η αυλόπορτα ξεχαρβαλωμένη άνοιξε αμέσως. Χτύπησαν το κουδούνι. Στην πόρτα εμφανίστηκε μια γυναίκα στην ηλικία της. Με σπαστά ελληνικά τους υποδέχτηκε ευγενικά και τους ρώτησε τι ζητάνε.
- Τον κο Αγγέλου θα θέλαμε. Θα θέλαμε να του μιλήσουμε.
Η κυρία διστακτικά και γεμάτη περιέργεια τους οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί υπήρχε ένα κήπος. Παρατημένος και χορταριασμένος. Στην μέση του μια πισίνα, άδεια και βρόμικη. Σε μια άκρη καθόταν και έπινε τον καφέ του ένας άντρας περίπου 60 χρονών. 
- Καλησπέρα σας, του είπε το ζευγάρι.
Τους ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα βλέμμα που δεν πρόδιδε καμία απορία. Ήταν λες και τους περίμενε.

Κάθισαν και αφού τους πρόσφερε καφέ, η Σόφη μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
- Κύριε Αγγέλου σας αναζητήσαμε διότι έχω βάσιμες υποψίες πως είστε ξάδελφος του Γιώργου Αγγέλου, ο οποίος είναι πατέρας μου. Τόσα χρόνια τον είχα για νεκρό αλλά ένα παλιό του γράμμα προς την μητέρα μου με κάνει να πιστεύω πως δεν πέθανε.
Ο άντρας δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται με τα λόγια της Σόφης.
- Άκου κοπέλα μου. Δεν ωφελεί πια να κρυβόμαστε. Όλοι οι εμπλεκόμενοι πέθαναν πια. Σήμερα ή αύριο η αλήθεια κάποια στιγμή θα βγει στο φως. Τα ψέματα κάποιες φορές είναι δυνατά. Αλλάζουν τη ζωή μας. Άλλοτε την κάνουν καλύτερη, άλλοτε την δυσκολεύουν. Δεν ξέρω αυτό το ψέμα πως επηρέασε την ζωή σου, αν τελικά σε προστάτεψε. 
Η Σόφη έσφιξε δυνατά το χέρι του Ορέστη. 
- Όντως ο πατέρας σου ζει και είμαι πρώτος του ξάδερφος. Δυο αδερφών παιδιά. Και μένα την μητέρα μου την έλεγαν Σοφία και για αυτό οδηγήθηκε σε μένα ο ντετέκτιβ. Την μητέρα σου και την θεία σου τις ήξερα. Της είχα γνωρίσει όταν ο γονείς σου είχαν δεσμό. Γνωρίζω τα πάντα για αυτούς και γνώριζα τα πάντα και για την ιστορία που έπλεξε η γιαγιά σου για τον υποτιθέμενο θάνατο του πατέρα σου.  Ο Γιώργος μου τα είχε πει όλα. Το τι απέγινε όμως ο πατέρας σου όμως το ήξερε και η θεία σου. Όταν ο Γιώργος ήταν φυλακή, ήρθε στο κατάστημα ηλεκτρονικών που διατηρούσα τότε για να με ρωτήσει για την τύχη του. Της είχα πει τότε, πως το κατάστημα θα το έκλεινα και θα έφευγα για την Αυστραλία. Και ότι είχα προτρέψει και τον πατέρα σου, αφού τελείωναν όλα να έρθει και αυτός. Τα είχα πει όλα στην θεία σου. Ήξερε που να με βρει, ήξερε τη διεύθυνση του καταστήματος και του τότε σπιτιού μου. Και μάλιστα ο Γιώργος της είχε στείλει ένα γράμμα όταν γεννήθηκες για να μάθει νέα σου. Αλλά δεν πήρε καμία απάντηση.

Η Σόφη τον άκουγε αποσβολωμένη. Μια γλυκιά ανυπομονησία την έτρωγε για να μάθει το τέλος της ιστορίας. 
- Ο πατέρας σου έγινε μεγάλος και τρανός στην Αυστραλία. Δούλεψε σκληρά και έκανε πολλά χρήματα. Ίσως από την πίκρα που είχε επειδή σε άφησε, το έριξε στη δουλειά. Πάντα έλεγε να επιστρέψει και να αναζητήσει, αλλά πάντα το μετάνιωνε γιατί θεωρούσε πως θα σου ανακατέψει τη ζωή. Τον είχες για νεκρό. Μια τέτοια ανατροπή θα σου άλλαζε την ζωή. 
- Τι απέγινε... Θέλω να μου πεις τι απέγινε... Ζει;... τον ρώτησε με αγωνία η Σόφη.
- Ναι ζει...

Η Σόφη στο άκουσμα το ότι ο πατέρας της ζει έμεινε άφωνη. Μια περίεργη σιωπή απλώθηκε στον χορτιαριασμένο κήπο. Δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να ρωτήσει. Δεν ήξερε καν αν θέλει να μάθει. Μα γιατί να μην θέλει; Αφού αυτό προσπαθούσε τόσο καιρό. Είναι κάποιες φορές που ο πόθος σου και η αναμονή για κάτι είναι τόσο μεγάλα, που όταν τελικά φτάνεις στο τέλος έχεις τόσο εξαντληθεί, που δεν έχεις τα κουράγια να μάθεις την αλήθεια.
- Που βρίσκετε; ρώτησε ο Ορέστης σπάζοντας την σιωπή.
- Προς το παρόν είναι στην Αυστραλία ακόμα. Αλλά λόγω του ότι βγήκε στην σύνταξή αποφάσισε να έρθει πίσω στην Ελλάδα. Σε έναν περίπου μήνα θα είναι πίσω στην πατρίδα. Δεν έχει επιστρέψει ποτέ από τότε που έφυγε. Σκέφτεται να μείνει στο πατρικό του στο χωριό. Στο χωριό που μεγαλώσαμε. Είναι αρκετά μακρυά από την πόλη μας. Περίπου 5 ώρες με το αμάξι. 
- Για την Σόφη γνωρίζει πως τον ψάχνει; Είχατε επικοινωνία; τον ρωτά ξανά ο Ορέστης.
- Ναι γνωρίζει. Του είπα πως ένας ντετέκτιβ έψαχνε για την υπόθεση. Απλά όταν ήρθε σε μένα ο κος Ιωάννου δεν ήξερα τι να του πω. Έπρεπε να ρωτήσω πρώτα τον πατέρα σου.
Τα μάτια της Σόφης βούρκωσαν με τα λόγια του θείου της.

Ο Αγγέλου της έπιασε το χέρι.
- Ο πατέρας σου είναι ένας πολύ βασανισμένος άνθρωπος. Έκανε κάποια λάθη παλιά σαν νέος. 'Ολοι κάναμε. Τα πλήρωσε ακριβά. Φυλακίστηκε και έζησε μακρυά από την κόρη του. Με το μαράζι των λαθών του, δεν μπόρεσε να φτιάξει την ζωή του στην Αυστραλία. Δεν παντρεύτηκε και δεν έζησε καλά. Μόνο δουλειά και τίποτα άλλο. Μόλις έμαθε πως τον αναζητάς η ζωή του απέκτησε νόημα. Μην τον καταδικάσεις λοιπόν και συγχώρεσε τον. Δωσ΄του μια ευκαιρία για να επανορθώσει και να ζήσει την ζωή που δεν έζησε. Μια ευκαιρία... κάτι που δεν θα έχω ποτέ εγώ.

Η καρδιά της Σόφης γλύκανε. Δεν είχε λόγο να κρατήσει κακία στο πατέρα της. Δεν είχε νόημα μετά από τόσα χρόνια. Μα για ποια ευκαιρία που έχασε της ανέφερε ο θείος της; Τον ρώτησε αμέσως με απορία.
- Με την θεία σου την Τούλα είχαμε μια περιπέτεια. Ήταν ερωτευμένη όμως με τον ξάδερφό μου. Και αυτήν την αδυναμία της κάποια στιγμή που ήταν θλιμμένη την εκμεταλλεύτικα. Κανείς δεν ήξερε για εκείνη την νύχτα. Πολύ περίπλοκο. Μόλις όμως έμαθα πως ήταν έγκυος τα έχασα. Δεν ήθελα με τίποτα να παντρευτώ. Αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος. Έπρεπε να προχωρήσω και να αναλάβω τις ευθύνες μου. Αφού την αγαπούσα. Ήμουν νέος και νόμιζα πως ήμουν μικρός για παντρειές. Βέβαια μετά το παιδί χάθηκε, αλλά και πάλι θα είχα μια σύζυγο. Και ίσως αργότερα και παιδιά. Τώρα τι έχω; Ένα μεγάλο σπίτι έρημο και κενό. Η ευτυχία κοπέλα μου σου χτυπά την πόρτα λίγες φορές. Το θέμα είναι να το αναγνωρίσεις. Να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να αρπάξεις την ευκαιρία. Όσο και να σου φαίνεται βουνό εκείνη την στιγμή. Ακόμα και όταν ήρθε στο κατάστημα η θεία σου έπρεπε να την είχα κρατήσει. Ή θα μπορούσα να γυρίσω μετά, έστω και μετά από χρόνια, αλλά δεν το έκανα. Και τι κατάλαβα; Έμεινα μόνος και δεν έφτιαξα ποτέ την ζωή μου. Ούτε και η Τούλα απ΄όσο ξέρω. Δύο άνθρωποι μόνοι σαν τα κούτσουρα, ενώ θα μπορούσαν να είναι μαζί.
Η καημένη η θεία Τούλα, σκέφτηκε η Σόφη. Για αυτό το μυαλό της σάλεψε. Έμεινε μόνη της με ένα παιδί στην κοιλιά, χωρίς άντρα. Δεν είχε τύχη. Για πρώτη φορά άρχισε να νοιώθει συμπάθεια για την θεία της. Ακόμα και λύπηση. Πόσα χρόνια χαμένα για το τίποτα. Για έναν φόβο, για έναν εγωισμό. Μια ζωή στον βρόντο.

Η καρδιά της αναθάρρεψε. 
- Δεν θα πετάξω την ζωή μου εγώ έτσι, είπε. Θα την ζήσω. Δεν θα σταθώ σε λάθη παλιά, που άλλωστε τα έκαναν άλλοι και όχι εγώ. Αν επικοινωνήσεις με τον πατέρα μου ξανά πες του πως τον περιμένω.
Ο θείος της χαμογέλασε και ήταν σαν να έπαιρνε και αυτός λίγη από την συγχώρεση της Σόφης.

Ένα μήνα μετά η Σόφη με τον Ορέστη και τον θείο της βρίσκονταν στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου περιμένοντας το αεροπλάνο από την Μελβούρνη. Σκέφτηκε την διαδρομή που διένυσε από την σοφίτα έως εδώ. Ανατροπές, αμφιβολίες, προδοσία. Όλα χάθηκαν ανάμεσα στους κορμούς από τα κυπαρίσσια που μετρούσε μικρή. Όλα κρύφτηκαν στο παλιό μπαούλο της γιαγιάς στην ανήλιαγη σοφίτα. Αποφάσισε να κρατήσει μόνο τα καλά. Να δει την θετική πλευρά της υπόθεσης. Πάνω που έχασε την οικογένειά της η ζωή της έφερε μια καινούργια. Είναι η ευκαιρία της ευτυχίας που ο θείος της της έλεγε. Και ήταν έτοιμη να την αρπάξει. Άλλωστε το παιδί που περίμενε θα χρειαζόταν έναν παππού. Και η σχέση τους θα ξεκινούσε δίχως ψέματα. Η πόρτα της σοφίτας είχε κλείσει οριστικά και ένα νέο παράθυρο άνοιξε. Αυτή η σκέψη και μόνο έκανε την Σόφη να ελπίζει για το καλύτερο.



ΤΕΛΟΣ