ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

Στρίγγλισαν οι ρόδες του αυτοκινήτου, καθώς ο Ιωάννου έκανε απότομα στροφή 180 μοιρών.
-Που πάμε; ρώτησε η Σόφη. Το σπίτι της θείας είναι από την άλλη πλευρά.
-Πείτε μου κυρία Μιχαήλ, σε ποιο ληξιαρχείο έχει δηλωθεί η γέννησή σας;
-Στο ληξιαρχείο Αθηνών.
-Στην Αθήνα γεννηθήκατε; Αφού κοντά στην Επίδαυρο είναι το χωριό σας....
-......Φαίνεται, η μητέρα μου ντρεπόταν που θα έφερνε στον κόσμο ένα εξώγαμο... είπε η Σόφη, συνειδητοποιώντας ότι ποτέ πριν δεν είχε αναρωτηθεί για αυτήν την λεπτομέρεια, τη μια ακόμα ανάμεσα στις τόσες...
-Εκεί λοιπόν θα πάμε.

28 χρόνια πριν, σε ένα μικρο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας

" Κατερίνα τι έκανες;!
Η Κατερίνα κατακόκκινη έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα.
-Πώς μπόρεσες; Τι σκεφτόσουν;!
-Τον αγαπάω Τούλα, τον αγαπάω!
Η Τούλα την σήκωσε από το πάτωμα απότομα και την ταρακούνησε με δύναμη.
-Δε σκέφτηκες κανέναν, εσένα , εμένα, τους γονείς μας, εγώ πως θα τους αντικρίσω; Είμαι εδώ να σε προσέχω, πως μπόρεσες;
Λύγισε όμως μπροστά στην αδερφή της που ξέσπασε και πάλι σε κλάματα. Βλέποντας το σώμα της να τραντάζεται από τους λυγμούς δε μπόρεσε να συνεχίσει άλλο.
Η φωνή της σκληρή ακόμη όταν της μίλησε. 
-Σήκω και ντύσου. Ξύπνησε τον κι αυτόν και πες του να τσακιστεί να φύγει πριν γυρίσω πίσω! Αν είναι άντρας, θα ξέρει τι να κάνει από εδώ και πέρα."

Από την πρώτη στιγμή η Τούλα είχε καταλάβει τι συνέβαινε ανάμεσα στον όμορφο ξένο και την αδερφή της, από εκείνο το μοιραίο βράδυ που την έσωσε από ατίμωση, ίσως και θάνατο! Είχε περάσει σχεδόν 1 χρόνος από τότε. Ο Γιώργος ταξίδευε συχνά κι έλειπε μήνες κι η Κατερίνα έμενε πίσω λαχταρώντας ένα του γράμμα, ένα αραιό τηλεφώνημα και την επιστροφή του. Μαραινόταν όσο εκείνος ήταν μακρυά και άνθιζε κάθε που γύριζε κοντά της! Κι ας γύριζε κάθε φορά και πιο απόμακρος, κάθε φορά και πιο σκοτεινός... σαν κάποιο φάντασμα να κουβαλούσε και μια σκιά αδιόρατη να τον κατέτρεχε...
Ένα χρόνο σχεδόν, ο Γιώργος Αγγέλου είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας τους, ήταν δεν ήταν εκεί. Ήταν πάντα εκεί! Κι όταν δεν της μιλούσε η Κατερίνα για εκείνον, έτρεχε η δική της σκέψη κοντά του. Πονούσε η καρδιά της από έρωτα, πονούσαν τα σωθικά της, αλλά τα ξέσκιζε... για να βλέπει τα μάτια της αδερφής της να λάμπουν! Κι έκανε πολύ καλή δουλειά! Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πως ένιωθε, ακόμα και η ίδια είχε πιστέψει ότι είχε θάψει για πάντα αυτό το συναίσθημα. Το τσίμπημα στα στήθια της κάθε που έβλεπε μαζί το Γιώργο και την Κατερίνα είχε γίνει πια σχεδόν ανεπαίσθητο, μηδαμινό. Τα είχε αφήσει λοιπόν όλα πίσω της κι απλά συνέχιζε την άχαρη καθημερινότητα της. Μέχρι εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή... η μάλλον καλύτερα, το προηγούμενο βράδυ...
Όλη τη νύχτα πάλευε με τα σκεπάσματα, έθαβε το κεφάλι της κάτω από το μαξιλάρι, να μην ακούει τα αγκομαχητά του πάθους στο διπλανό δωμάτιο.. Κι έκλαψε, έκλαψε πολύ... αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη... ένας ύπνος ταραγμένος, μαύρα όνειρα, θαμπά...
Το πρωί τη βρήκε κουλουριασμένη σε εμβρυϊκή στάση, να αγκαλιάζει τα γόνατά της. Έπρεπε να σηκωθεί, έπρεπε να αντικρίσει την αλήθειά! Κι η αλήθεια ήταν πως όλα όσα ονειρευόταν, η αδερφή της τα είχε μόλις αποκτήσει. Ένιωσε το θυμό μέσα της να φουντώνει, καζάνι με πηχτό ζουμί το αίμα της, ανέβαινε ως τα μηλίγγια. Για όλα έφταιγε η Κατερίνα! Πως μπόρεσε; Πως μπόρεσε να ατιμάσει έτσι την οικογένειά τους; Πως άφησε τον πόθο να την παρασύρει; Πως θα ξεπλενόταν τώρα την ντροπή; Μα ήταν ντροπή ο έρωτας; Ναι, ήταν! 
Έτσι έλεγε στον εαυτό της, έτσι ήθελε να πει και στην αδερφή της... όμως βαθιά μέσα της ήξερε ότι δεν ήταν η ντροπή αυτό που την κάρφωνε, αλλά η ζήλευα! Μια ζήλια τυφλή που το ένιωθε πως την οδηγούσε σε μονοπάτια επικίνδυνα...αλλά και πάλι... θα έβρισκε τη δύναμη να κάνει αυτό που έπρεπε... για την αδερφή της! Για την ευτυχία που της άξιζε να βρει!
Μέχρι το μεσημέρι είχε πια αποφασίσει. Έβαλε σε μια βαλίτσα μερικά ρούχα της Κατερίνας και την πήγε σχεδόν σέρνοντας στο σταθμό των ΚΤΕΛ. 
-Θα εξαφανιστείς! Και δε θα γυρίσεις μέχρι να σε καλέσω! Αν αυτός ο άτιμος δεν φερθεί σαν κύριος, θα έχει να κάνει μαζί μου! 
-Τι θα πω στη μαμά; Στον μπαμπά;
-Θα πεις ότι σου έλειψαν και ήθελες να πας επίσκεψη! Κι ότι εγώ δεν μπόρεσα να πάρω άδεια. 
-Τούλα, σε παρακαλώ... 
Τα δάκρυα της Κατερίνας την πονούσαν σαν να ήταν δικά της... όμως δεν έκανε πίσω... έπρεπε να την προστατεύσει!

Το ίδιο απόγευμα, κατά τις 7 όπως πάντα, η πόρτα χτύπησε κι ο Γιώργος φάνηκε στο κατώφλι. Την καλησπέρισε κι αναζήτησε την Κατερίνα.
-Δεν είναι εδώ... Έφυγε... είπε ψυχρά και παραμέρισε. Πέρασε....
-Τι εννοείς έφυγε;
-Πήγε στο χωριό.
-Έτσι ξαφνικά; Το πρωί δεν μου είπε τίποτα.
-Ξαφνικά... ποιος ξέρει; Ίσως μετάνιωσε... ίσως κατάλαβε το λάθος που έκανε χτες... Δεν ξέρω ούτε πότε ούτε ΑΝ θα ξαναγυρίσει... Δε μιλάς; Τι να πεις... Νόμιζες πως δε θα καταλάβαινα; Ήρθες λέει λιώμα... Τι κρύβεις Γιώργο; Γιατί αυτή η σκοτεινιά στα μάτια σου; Τι σε έτρωγε κι ήσουν λιώμα; Ή μήπως ήταν πρόσχημα για να τη ρίξεις στην αγκαλιά σου; Δεν ντράπηκες; Ούτε έμενα ούτε την Κατερίνα; 

Όση ώρα μιλούσε, τα μάτια της πέταγαν σπίθες! Δεν είχε πάρει είδηση πως η ρόμπα της είχε λυθεί και το πλούσιο μπούστο της ξεπρόβαλε αναιδέστατα μπροστά στα λαίμαργα μάτια του Γιώργου, που ως εκείνη τη στιγμή έμενε σιωπηλός. Σηκώθηκε και με αργά βήματα την πλησίασε.

-Γιατί κάνεις έτσι Τούλα; της είπε με μειλίχια φωνή. Δεν κάναμε κάτι κακό... άπλα χαρήκαμε τον έρωτά μας...
-Μας ντρόπιασες, μας ατίμωσες καταλαβαίνεις;
-Αυτό είναι; Είσαι σίγουρη; Ή μήπως ζηλεύεις;
Η Τούλα πάγωσε... 
-Νομίζεις δεν ξέρω πως αισθάνεσαι; Δε βλέπω τον τρόπο που με κοιτάς; Πως τσιτώνει το δέρμα σου και σφίγγουν τα μάτια σου όταν με βλέπεις να την αγκαλιάζω; 
-Τι..τι είναι αυτά που λες... ψέλλισε... εγώ δεν...

Τα χείλη της σφραγίστηκαν από τα δικά του. 
Καθώς τη φιλούσε, της ψιθύριζε με λαγνεία ότι κι αυτός την ήθελε, πάντα την ήθελε...
Προσπάθησε να τον σπρώξει, να ξεφύγει, άλλα μάταια... ήταν πιο δυνατός από εκείνη... Ψέμματα! Ο πόθος της ήταν πιο δυνατός από εκείνη! Καθώς ταξίδευε αργά από τα μάγουλα στο λαιμό της κι από εκεί στο στήθος της, καθώς τα χέρια του ανεβοκατέβαιναν γρήγορα στο κορμί της, καθώς η αναπνοή του γινόταν πιο γρήγορη, κάθε της αντίσταση έσβησε. Παραδόθηκε με τρέλα σε αυτό που τόσες φορές είχε ονειρευτεί! Και να που ήρθε η στιγμή να το ζήσει... έστω κι έτσι, για μια φορά, για ένα μόνο βράδυ... κι έπειτα θα αποσύρονταν και πάλι στο περιθώριο και για άλλη μια φορά θα έβαζε τη ζωή της στην άκρη για την Κατερίνα. Ας ήταν... 
-Κάθαρμα... κατάφερε να αρθρώσει... σ' αγαπώ.... κάθαρμα!

Όταν ο ήλιος επέστρεψε, είχε επιστρέψει κι η αυτοκυριαρχία της. Ξύπνησε και κοίταξε το Γιώργο να κοιμάται δίπλα της. Άφησε ένα φιλί στα χείλη του, σηκώθηκε, ντύθηκε, έφτιαξε καφέ και για τους δυο τους. Λίγο αργότερα ήρθε και τη βρήκε στην κουζίνα. Έκανε να τη φιλήσει. Τραβήχτηκε. Απλά, καθαρά και ήρεμα...σχεδόν σκληρά, χωρίς ίχνος από το προηγούμενο πάθος της, είπε:
-Ο,τι έγινε χτες, θα μείνει στο χτες. Μην τόλμησες ποτέ να πεις τίποτα σε κανέναν. Φεύγοντας από εδώ, θα πας στο χωριό. Θα βρεις την Κατερίνα και θα της ζητήσεις να παντρευτείτε. 
-Κι αν αρνηθώ;
-Δε θα αρνηθείς... Ξέρεις, υπάρχει μια λεπτομέρεια που δε σου έχω πει... ο Δημήτρης Αναγνώστου, το αφεντικό σου, είναι πατέρας της καλύτερης μου φίλης... κοίτα σύμπτωση! Μια μου λέξη και δε θα ξαναβρείς ποτέ δουλειά σε καράβι!
- Δε θα το κάνεις!...
-Ω μα να είσαι σίγουρος πως θα το κάνω!Αν τολμήσεις να την πληγώσεις, αν δω στα μάτια της έστω και ένα δάκρυ εξαιτίας σου, θα κάνω αυτό κι άλλα πολλά να σε καταστρέψω... μην κάνεις το λάθος να με δοκιμάσεις... Και τώρα φεύγα! Δρόμο!
Άνοιξε την πόρτα και τον πέταξε έξω. Έμεινε να ακούει τα βήματά του να ξεμακραίνουν... ήξερε πως μαζί του έπαιρνε κάθε πιθανότητα να γίνει ευτυχισμένη... αποχαιρέτισε σιωπηλά την καρδιά της κι άφησε τα δάκρυα ελεύθερα να θρηνήσουν τη ζωή που δεν έζησε...

Λίγες μέρες αργότερα, μια απαστράπτουσα Κατερίνα της ανακοίνωνε τον αρραβώνα της με τον άντρα που αγαπούσε. Τη φίλησε σταυρωτά και την αγκάλιασε σφιχτά. 
- Είδες; Στο είχα πει πως δεν είναι παλιάνθρωπος! 
-Ναι κορίτσι μου! Η ώρα η καλή! 

Οι μέρες έπειτα περνούσαν αδιάφορα. Η Κατερίνα προετοιμάζοταν πυρετωδώς για τον αρραβώνα. Ο γάμος θα γινόταν μόλις ο Γιώργος επέστρεφε από το επόμενο μπάρκο. 

Ακριβώς την προηγούμενη των αρραβώνων, την ώρα που σχολούσε από τη δουλειά της, ένιωσε ένα χέρι να την τραβάει και να τη σπρώχνει στην εσοχή μιας πολυκατοικίας. Ήταν Σεπτέμβρης κι είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια. Εκείνη τη μέρα η βροχή έπεφτε με λύσσα. Ο Γιώργος χωρίς να μιλήσει την έσφιξε πάνω του. Το πρόσωπό του αυλάκωναν στάλες... αν ήταν βροχή η δάκρυα δεν ξεχώριζε. Πήγε κάτι να πει να φωνάξει, αλλά μόλις τον κοίταξε πιο προσεκτικά έμεινε σιωπηλή. Κάτι στο βλέμμα του την τρόμαζε...
- Τούλα, εγώ... δεν είναι ακόμα αργά... σε παρακαλώ... προλαβαίνουμε... δεν ξέχασα... δεν μπόρεσα... σε παρακαλώ... στο χέρι σου είναι...
Στην αρχή δεν κατάλαβε. Όταν όμως έσκυψε και τη φίλησε όλα ξεκαθάρισαν. Το μυαλό της θόλωσε. Ήταν δυνατόν; Ώστε την αγαπούσε; Κι η Κατερίνα; Ω μα ήταν όλα τελικά ένα μεγάλο λάθος; Όχι, όχι, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στην Κατερίνα!Τον λάτρευε! Κι ήδη την είχε προδώσει μια φορά...
-Είναι πολύ αργά Γιώργο... πολύ αργά... θυμήσου τι σου είπα... μην την πληγώσεις ποτέ! 
Δεν είπε τίποτα... έσκυψε το κεφάλι και βγήκε ξανά μες στη βροχή.
Η Τούλα τον κοιτούσε ώσπου χάθηκε... έκανε ένα βήμα αλλά ο αέρας μέσα της λιγόστεψε ξαφνικά, τα κτίρια έγιναν χέρια απειλητικά που την άρπαξαν κι άρχισαν να τη στροβιλίζουν στον αέρα με φρενήρεις ρυθμούς κι αυτή γυρνούσε γυρνούσε γυρνούσε... ώσπου μαύρισε ο τόπος και ξαπλώθηκε κατά γης...

Όταν συνήλθε βρισκόταν στον ολόλευκο θάλαμο του νοσοκομείου. Λίγο παραπέρα αναγνώρισε θολά τη φιγούρα της Κατερίνας και την άκουσε αμυδρά να ευχαριστεί το γιατρό που έφευγε. Μόλις τελείωσαν ήρθε κοντά της και τη βοήθησε να ανασηκωθεί. Η Τούλα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η αδερφή της την κοιτούσε παράξενα, ψυχρά.
-Πως είσαι;
-Δεν ξέρω... ζαλισμένη...
- Λογικό... θες λίγο νερό; 
-Ναι σε παρακαλώ.
Καθώς έκανε να βγει, η Κατερίνα γύρισε απότομα και τη ρώτησε:
-Τούλα ποιανού είναι το παιδί που κουβαλάς;