ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

Η Σόφη δυσκολεύεται να βαδίσει στο λασπωμένο δρόμο. Τα 28 κυπαρίσσια, αποκτούν ζωή και της κλείνουν το δρόμο, την εμποδίζουν να φτάσει στο πατρικό της. 
Σιγά, σιγά, χαμηλώνουν κι από δάχτυλα που έδειχναν ουρανό μόνο, στρέφονται κατά πάνω της. 
Τη δείχνουν επικριτικά, κατηγορώντας τη για κάτι που αγνοεί.
Στο φως του φεγγαριού συνθέτουν ένα γκροτέσκο σκηνικό χωρίς νόημα. 
Κοιτάζει με λαχτάρα που γίνεται απόγνωση, το περίγραμμα του σπιτιού που κατασκότεινο την καλεί.
Ένα φως φαίνεται να τρεμοσβήνει στη σοφίτα και μια αντρική φιγούρα ξεχωρίζει τώρα καθαρά στο παράθυρο. "Μπαμπά;" τολμάει να ρωτήσει, προφέροντας σαν παιδάκι για πρώτη φορά τη λέξη, αναριγώντας κάτω από το βάρος της.
Τα κυπαρίσσια την κλείνουν από παντού. Δεν υπάρχει διέξοδος. Μια φυλακή από ξύλινα, χοντρά κάγκελα υψώνεται γύρω της και της στερεί τον αέρα. Ο αέρας...δεν μπορεί να ανασάνει...αναφιλητά την τραντάζουν καθώς αγωνίζεται να αναπνεύσει...

Πετάγεται από τον ύπνο λαχανιασμένη. Ιδρωμένη από τον εφιάλτη, ρίχνει μια ματιά στον Ορέστη που κοιμάται δίπλα της και αφήνει όσο πιο αθόρυβα μπορεί το κρεβάτι.
Ντύνεται στο σκοτάδι και χωρίς να το σκεφτεί, φεύγει κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της.
Είναι πια στο αυτοκίνητο όταν η θολούρα του ονείρου αρχίζει να διαλύεται και αναρωτιέται γιατί το έσκασε έτσι. Ξέρει όμως την απάντηση.
Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της θείας Τούλας το γρηγορότερο, κι έπρεπε να το κάνει μόνη της.
Οι σκέψεις της τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και συγκρατεί τον εαυτό της για να μην αυξήσει και την ταχύτητα του αυτοκινήτου.
Οδηγεί προσεκτικά, φέρνοντας στο μυαλό της όλα όσα έμαθε μέχρι τώρα. "Που δεν είναι και πολλά", μονολογεί, καθώς αναλογίζεται την προηγούμενη σύντομη επίσκεψη στο σπίτι της θείας της και το περίεργο εύρημα. 
Ο εφιάλτης όλο και ζωντανεύει μέσα της, πλέκεται και ξεπλέκεται συνεχώς, αφήνει ξέφτια στην ψυχή της που τυλίγονται γύρω από μία λέξη. Τη λέξη που ονειρεύονταν κάποτε πως θα πει, αλλά όχι μέσα σε ένα όνειρο!

Όταν έφτασε, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το σπίτι την υποδέχτηκε κρύο σαν το θάνατο και ξένο σαν τον πατέρα της. Ήταν ξένο. Λίγες επαφές είχε όλα αυτά τα χρόνια με τη θεία της και όπως τρύπωνε τώρα απρόσκλητη, παραβιάζοντας σχεδόν την πόρτα στην προσπάθειά της να ανοίξει με το παλιό κλειδί που είχε πάρει χτες φεύγοντας από δω, ένιωσε σαν κλέφτρα.
Δεν ήξερε για τι πράγμα να ψάξει. Δεν ήξερε τι θα βρει. Αν δηλαδή υπήρχε και κάτι να βρεθεί. Τα λόγια όμως της Γιώτας, της φίλης της θείας της, για τη ζήλια της Τούλας κι ένα κακό που είχε συμβεί εξαιτίας της, έκαιγαν μέσα της, σαν τη φωτιά που είχε κάψει το κιτρινισμένο φάκελο που υπήρχε ακόμα στο τασάκι.
Άρχισε να ψάχνει...

Η Τούλα ένιωθε σα να κολυμπούσε μέσα σε ένα πηχτό υγρό που δυσκόλευε τις κινήσεις της.
Προσπαθούσε να βγάλει το κεφάλι της στην επιφάνεια, αλλά εκείνο όλο βούλιαζε και όλα γύρω της βούιζαν. Ίσως πάλι να βούιζε το μόνιτορ που ήταν δίπλα της και κατέγραφε τους παλμούς της. 
Μια σκέψη άρχισε να σαλεύει σα σκουλήκι στο κεφάλι της. 
"Χριστέ μου", ψέλλισε..."Πώς το ξέχασα αυτό;"...
Και με αυτή την απόλυτα διαυγή σκέψη, με αυτό το τελευταίο ψέλλισμα, βυθίστηκε πάλι στην ανυπαρξία. Βούλιαξε άλλη μια φορά για τα καλά σε εκείνο το παχύρευστο υγρό που την έπνιγε.
Ακολούθησε ταραχή καθώς γιατροί και νοσοκόμες έτρεξαν πάνω της και η Τούλα ανασύρθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε μια νύχτα από το χείλος της αβύσσου κι επανήλθε στη ζωή, για να λογαριαστεί με το παρελθόν. 

Η Σόφη, είχε ψάξει σχεδόν όλο το σπίτι και κρατούσε στα χέρια της ένα κουτί παπουτσιών που είχε ανακαλύψει στο βάθος της ντουλάπας και που όλα έδειχναν πως μόνο παπούτσια δεν περιείχε. 
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς το κοιτούσε, φοβισμένη να το ανοίξει, μα και αποφασισμένη να το κάνει.
Ο ήχος του κινητού την τρόμαξε και το κουτί της έπεσε από τα χέρια.
Καθώς απαντούσε στο τηλέφωνο,  το βλέμμα της σάρωνε ανυπόμονα όσα σκορπίστηκαν στα πόδια της. 
Αναμάσησε μια ήδη προβαρισμένη δικαιολογία στον Ορέστη κι έκλεισε το τηλέφωνο καθώς έσκυβε να πάρει μια φωτογραφία που της τράβηξε την προσοχή.
Η μητέρα της και η θεία Τούλα, νέες κι όμορφες, να πασχίζουν να χαμογελάσουν για τη φωτογραφία, ενώ ανάμεσά τους ένας άντρας χαμογελούσε χωρίς προσπάθεια.
Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν.
Γύρισε τη φωτογραφία από πίσω, σχεδόν ανυπομονώντας να διαβάσει κάτι.  Μια αφιέρωση, μια λεζάντα, μια ημερομηνία, οτιδήποτε...
Τίποτα...το κιτρινισμένο από τα χρόνια χαρτί δε φανέρωνε κανένα μυστικό.
Ανακάτεψε στα γρήγορα τα υπόλοιπα χαρτιά, μα ήταν μόνο αποδείξεις και λογαριασμοί. Γιατί να κρύψει μια φωτογραφία η θεία, ανάμεσα σε λογαριασμούς;
Ή τη θεωρούσε καλή κρυψώνα, ή είχε κάποια σχέση με κάτι άλλο που υπήρχε εδώ μέσα.

Τα μάζεψε όλα στην αγκαλιά της και πήγε και κάθισε στην τραπεζαρία. 
Μπροστά της, τα απομεινάρια του καμένου φακέλου την προκαλούσαν. Λίγο πιο πέρα όσα άλμπουμ με φωτογραφίες είχε βρει νωρίτερα, έχασκαν ανοιχτά, φανερώνοντας τυχαίες στιγμές ζωών που έφυγαν, ή θα φύγουν.  
Ανατρίχιασε καθώς ήρθε στο νου της η θεία Τούλα στο κρεβάτι της εντατικής, αλλά αφοσιώθηκε στο έργο της.
Άρχισε να διαβάζει κάθε απόδειξη, κάθε λογαριασμό, ψάχνοντας για ένα στοιχείο. Για μια ένδειξη που θα την έβγαζε από τα σκοτάδια.
Ένας λογαριασμός από ένα κατάστημα ηλεκτρονικών της τράβηξε την προσοχή. Η ανάσα της κόπηκε καθώς διάβαζε το όνομα...Αγγέλου...
Σίγουρα ήταν εκείνος που είπε στον κύριο Ιωάννου πως θα έφευγε ταξίδι. Ίσως απλά να ήθελε να τον αποφύγει και να μη σκόπευε να πάει πουθενά.
Η Σόφη είχε από καιρό πάψει να πιστεύει στις συμπτώσεις, για να το θεωρήσει απλή σύμπτωση.
Άρπαξε την απόδειξη και τη φωτογραφία και βγήκε σα σίφουνας από το σπίτι. Τα πέταξε στο κάθισμα του συνοδηγού και ξεκίνησε σα να την κυνηγούσαν.

Έπρεπε να μάθει.
Να μάθει αν έλειπε στα αλήθεια ο Αγγέλου, αν έμοιαζε καθόλου με το νεαρό άντρα της φωτογραφίας, αν, η λέξη έσφιξε σαν κόμπος το λαιμό της, πριν ακόμα τη σκεφτεί, αν ήταν ο πατέρας της. 
Είχε τόσα πολλά να μάθει....και ξαφνικά δεν ήξερε αν ήθελε πια να τα μάθει.