ΞΑΘΑΒΟΝΤΑΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ...

Το κουδούνι χτύπησε επίμονα άλλη μια φορά, προκαλώντας την απορία της Σόφης και του Ορέστη που παρέμεναν μπροστά στη κλειστή πόρτα. Δεν πρόλαβαν να τη δουν καλά-καλά να ανοίγει, ούτε καν να αρθρώσουν λέξη, σαν είδαν το κορμί της Τούλας να σωριάζεται στα πόδια τους λιπόθυμο. Βγάζοντας μια κραυγή, έσκυψαν πάνω  από το ακίνητο κορμί, για να διαπιστώσουν γρήγορα πως η Τούλα ανέπνεε μεν, αλλά η ανάσα της έβγαινε αδύναμη και με δυσκολία. Η Σόφη όρμησε στο τηλέφωνο που βρισκόταν στο τραπεζάκι  για να καλέσει  βοήθεια, ενώ ο Ορέστης σκυμμένος πάνω από την θεία της. προσπαθούσε μάταια να την συνεφέρει .   

Ευτυχώς δεν άργησαν να ακουστούν λάστιχα αυτοκινήτου και σε λίγο ο γιατρός εξέταζε την ακίνητη γυναίκα στο πάτωμα.  

-Πρέπει να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο… δήλωσε.

Εν τω μεταξύ, όσο ο γιατρός εξέταζε τη λιπόθυμη γυναίκα, η Σόφη κοιτούσε αμήχανα τριγύρω, σκεπτόμενη άθελά της, πόσα χρόνια είχε να έρθει σε αυτό το σπίτι. Ήταν παράξενο, μια γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ποτέ, να φύγει από το πατρικό της σε μια επαρχιακή πόλη που όλα κουβεντιάζονταν και να έρθει να μείνει μόνη. Άραγε,.. γιατί διάλεξε να απομονωθεί στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από την προγιαγιά της; Στα λίγα λεπτά που αυτές οι σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό της, η ματιά της, έπεσε στα αποκαΐδια που βρίσκονταν  στο τασάκι, και σε έναν κιτρινισμένο φάκελο που βρισκόταν πιο κει. Κάτι έκαψε η θεία της σ’ αυτό το τασάκι. Να ανήκαν αυτά τα αποκαΐδια στο περιεχόμενο αυτού του φακέλου; Γι’ αυτό άργησε να τους ανοίξει; Αν ήταν κάτι ασήμαντο, απλά θα το έσκιζε ή θα το τσαλάκωνε. Γιατί να το κάψει;

Μήπως αυτό, ήταν η αιτία που έχασε τις αισθήσεις της; Πήρε τον κιτρινισμένο φάκελο στα χέρια της. Η ημερομηνία του ταχυδρομείου ήταν χρόνια πριν. Αλλά αποστολέας δεν υπήρχε, μόνο το όνομα της θείας της, στη θέση του παραλήπτη.’’ Προς Δήμητρα Μιχαήλ’’.

Η φωνή του γιατρού που μιλούσε για τη μεταφορά της Τούλας στο νοσοκομείο, διέκοψαν απότομα τους συνειρμούς της.

Το αυτοκίνητο του Ορέστη ακολούθησε το ασθενοφόρο μέχρι το νοσοκομείο της κοντινής πόλης.

Η ατμόσφαιρα στο λευκό κτίριο, ήταν αποπνικτική. Είναι αβάσταχτη, η ώρα της αναμονής. Γιατροί και νοσοκόμες να τρέχουν συνεχώς, κι εσύ να παρακολουθείς αυτό το τρεχαλητό ανήμπορος να κάνεις κάτι. Απλά να κάθεσαι και να περιμένεις με αγωνία κάποιο νέο για το δικό σου άνθρωπο, ενώ ο πόνος σου αδελφώνεται με τον πόνο των διπλανών σου.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, που η αναμονή την έκανε να φαντάζει αιώνας, και το ζευγάρι με ενωμένα τα χέρια, είχε βυθιστεί σε μια παράξενη σιωπή. Αλαφιάστηκε, όταν αισθάνθηκε ένα χέρι να ακουμπά στον ώμο της. Γύρισε το κεφάλι, και αντίκρισε την Γιώτα Αναγνώστου, τη μοναδική και επιστήθια παιδική φίλη της θείας της. Η Σόφη την θυμόταν από μικρή, σαν    αναπόσπαστο κομμάτι των πρώτων κιόλας αναμνήσεών της, να την φωνάζει Ζώτα, και να αισθάνεται πιο πολύ άνετα μαζί της, παρά με την Τούλα.

-Μόλις το έμαθα ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα… είπε η Γιώτα, και η αγωνία έδινε ένα χρώμα πόνου στη φωνή της. Είχαμε καμία εξέλιξη;

-Όχι, ..όχι ακόμα! Την εξετάζουν. Δεν έχουμε κανένα νέο, πέρα από αυτό. Στη συνέχεια συστήνει την Γιώτα στον Ορέστη, λέγοντας και σ’ εκείνον, για τη φιλία που συνέδεε τη Γιώτα και την  Τούλα από παιδιά.

-Γιώτα, με συγχωρείς που δεν σε πήρα αμέσως τηλέφωνο, αλλά δεν το σκέφτηκα έτσι ξαφνικά που έγινε. Εσύ την έβλεπες κάθε μέρα,… είχε προβλήματα υγείας η θεία μου;

-Ναι,… είπε εκείνη. Είχε πρόβλημα με την καρδιά της.. και αναστέναξε βαθιά.

 Έπειτα από λίγων δευτερολέπτων σιωπή, η Σόφη την άκουσε να μονολογεί.

-Καημένη Τούλα, μια ζωή διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη και στη μάχη με τους προσωπικούς σου δαίμονες.

Η Σόφη ακούγοντας την, τη ρώτησε απορημένη τι εννοούσε. Η Γιώτα, βιάστηκε να απαντήσει, με ένα αμήχανο ύφος. Και ίσως λίγο ένοχο;…

-Έτσι το είπα,… δεν εννοούσα κάτι συγκεκριμένο. Απλά,.. ήταν πολλά χρόνια μόνη ….και πέρασε και στενοχώριες,… με τους θανάτους στην οικογένεια σας εννοώ.

Το κινητό της Σόφης χτύπησε, κι εκείνη βιάστηκε να απαντήσει.

-Όχι κύριε Ιωάννου δεν είμαι στην Αθήνα.... Είχα έρθει να δω τη θεία μου για την υπόθεσή μας, μαζί με τον Ορέστη, όμως μας πρόλαβαν τα γεγονότα. Φτάσαμε την ώρα που η θεία μου έπεσε λιπόθυμη χωρίς να ανακτήσει τις αισθήσεις της, και αυτή τη στιγμή την εξετάζουν…. Σας ευχαριστώ, κι εγώ το εύχομαι. Εσείς όμως γιατί με πήρατε;… Α έτσι;…. Α, ώστε τον βρήκατε;.. Μπορέσατε να του μιλήσετε;… Μάλιστα, καταλαβαίνω. Σας ευχαριστώ που με πήρατε. Θα είμαστε σε επαφή.

Έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτική, και γυρίζοντας στον Ορέστη του είπε:

-Κανένας από όσους έχουν πεθάνει, και λέγονταν  Αγγέλου Γιώργος της Σοφίας δεν είναι αυτός που ψάχνουμε. Κανενός η ηλικία δεν ταίριαζε. Και επίσης μπόρεσε ξανά να μιλήσει με τον Αγγέλου με την επιχείρηση ηλεκτρονικών. Όμως φεύγει ταξίδι και δεν μπορούν να συναντηθούν προς το παρόν.

Η Σόφη, συζητώντας στο τηλέφωνο και στη συνέχεια με τον Ορέστη, δεν πρόσεξε ότι στο άκουσμα του ονόματος Αγγέλου Γιώργος, η Γιώτα τινάχτηκε. Το πρόσεξε όμως ο Ορέστης που την κοίταξε παραξενεμένος.

Η κοπέλα έβαλε το χέρι της και έστρωσε τα μαλλιά της με σφίξιμο στο στήθος. Πόσα της είχαν μαζευτεί! Δεν έφταναν τα γεγονότα, ήταν και η αρρώστια της θείας της. Ξαναήρθαν στο μυαλό της οι στάχτες στο τασάκι και ο κιτρινισμένος φάκελος χωρίς αποστολέα. Η χρονολογία της σφραγίδας του ταχυδρομείου, ταίριαζε με την χρονιά που γεννήθηκε.

Τι να έγραφε αυτό το χαρτί; Ήταν κάτι τυχαίο; Γιατί όμως να το κάψει; Ίσως για να μην διαβαστεί από κάποιον κατά τύχη;  

Τι να έτρεχε άραγε με τον Αγγέλου τον επιχειρηματία; Έφευγε όντως για ταξίδι ή ήταν πρόφαση για να μη δει τον ντετέκτιβ;

Πολλά ερωτηματικά, και όλα αναπάντητα! Είχε όμως την ελπίδα ότι ίσως κάποιο φως να φαινόταν κάποια στιγμή από κάπου.

Ο γιατρός βγήκε από το εξεταστήριο και τους πλησίασε. Πετάχτηκαν και οι τρεις όρθιοι, και η Σόφη τον ρώτησε για τη θεία της. Μπορεί πάντα να της προκαλούσε ένα φόβο, να μην ήταν και τόσο κοντά της, όμως της Σόφης η καρδιά δεν ήταν από πέτρα. Και απ’ την άλλη, μετά το θάνατο της μητέρας της, είχε γίνει περισσότερο ευαίσθητη. Στο κάτω-κάτω ήταν ίσως ο τελευταίος ζωντανός της συγγενής. Ή … ο προτελευταίος!

-Η θεία σας μπήκε στην εντατική, ελπίζουμε για λίγο καιρό. Έπαθε ένα οξύ καρδιακό επεισόδιο, μα η κατάστασή της είναι σταθερή προς το παρόν. Δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο βέβαια. Τα τρία επόμενα εικοσιτετράωρα είναι κρίσιμα. Έχει τη φροντίδα που χρειάζεται, από ειδικευμένο προσωπικό, που ξέρει τη δουλειά του. Δε βοηθάει σε τίποτα να είστε εδώ. Αν αλλάξει κάτι θα σας ενημερώσουμε. Παίζει πάντα ρόλο και η κράση του ασθενούς, όπως και η θέλησή του να ζήσει! Ελπίζουμε ότι θα το ξεπεράσει ο οργανισμός της. Γεια σας προς το παρόν!

Ευχαρίστησαν τον γιατρό, και συμφώνησαν, ότι είναι μάταιο να κάθονται στο διάδρομο του νοσοκομείου, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν κάτι. Θα πήγαιναν να ξεκουραστούν, αφού πρώτα έπιναν έναν καφέ. Θα τους έκανε καλό. Πρότειναν στη Γιώτα να τους κάνει συντροφιά και έπειτα θα τη γύριζαν εκείνοι σπίτι της.

Κοντά στο νοσοκομείο υπήρχε μια ήρεμη καφετέρια. Μπήκαν και διάλεξαν ένα τραπέζι ήσυχο, απόμερο κάπως. Κάθισαν και οι τρεις και αφού έδωσαν την παραγγελία τους, έμειναν σιωπηλοί, ο καθένας στις σκέψεις του.

-Άκουσα.. άθελά μου,.. ότι ψάχνεις κάποιον… Μιλάω για το τηλεφώνημα που δέχτηκες στο νοσοκομείο… είπε η Γιώτα κομπιάζοντας, στη Σόφη.

Αντί για τη Σόφη πετάχτηκε ο Ορέστης και απάντησε βιαστικά.

-Ναι, ψάχνουμε κάποιον Αγγέλου Γιώργο. Αν κατάλαβα κι εγώ καλά, δεν σας είναι άγνωστο το όνομα.

-Μα όχι δεν τον ξέρω, απάντησε εκείνη γρήγορα. Απλά… διέκρινα μια αγωνία στη φωνή της Σόφης, …γι’ αυτό το είπα.

-Κυρία Γιώτα, κι εγώ διέκρινα ένα ξάφνιασμα στο πρόσωπό σας μόλις το ακούσατε. Και δεν νομίζω ότι κάνω λάθος!

-Αλήθεια Γιώτα; Τον γνωρίζεις; Δεν μπορεί να μην τον γνωρίζεις. Εσύ που μας ξέρεις όλους από μικρό παιδί. Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει ποτέ σου, το όνομα του πατέρα μου! Πες μου Γιώτα αν ξέρεις κάτι,… σε παρακαλώ!

-Δεν ξέρω κορίτσι μου, απάντησε η Γιώτα, χωρίς όμως να την κοιτάζει στα μάτια, και με μεγάλη προσπάθεια να κάνει τη φωνή της πειστική. Γιατί όμως ψάχνεις τον πατέρα σου τώρα; Νόμιζα ότι έχει πεθάνει. Έτσι δεν είναι;

-Αντίθετα, έχω λόγους να πιστεύω ότι ίσως είναι ζωντανός. Όπως ξέρω πλέον, ότι όλοι γύρω μου με έχουν γεμίσει ψέματα τόσα χρόνια… ξέσπασε η Σόφη και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της. Εσύ πάντα ήσουν φίλη με τη θεία μου. Θα ξέρεις γιατί ήταν τόσο εχθρική με τη μητέρα μου.

-Τι είναι αυτά που λες; Αντέδρασε έντονα, η Γιώτα. Η Τούλα την αγαπούσε την Κατερίνα παρόλα όσα έγιναν. Δεν ήθελε τότε να της κάνει κακό, η ζήλεια της θόλωσε το μυαλό…

Μόλις κατάλαβε τι είχε ξεστομίσει, βουβάθηκε απότομα.

-Τι έγινε λοιπόν;,.. Ποιο κακό;… Πες μου! Σε εκλιπαρώ!… Πες έστω κάτι ώστε να καταλάβω το γιατί, ενώ την αγαπούσε, εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ αυτή την αγάπη; Και τι εννοείς όταν λες ότι η ζήλεια της θόλωσε το μυαλό;

-Άκου,… ποτέ δεν θα ανακατευόμουν σε θέματα που αφορούν την Τούλα, χωρίς την έγκρισή της, κι ούτε θα μιλούσα έτσι, αν δεν την κατηγορούσες. Μπορεί να ένοιωθε ζήλια για το χάιδεμα που έκαναν οι γονείς τους στην Κατερίνα, αλλά την αδελφή της τη λάτρευε. Και μην θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να αναζητάς έναν άνθρωπο, που πρόσφερε σε δύο γυναίκες τόσο πόνο, και τους φέρθηκε σκάρτα. Πρόσθεσε με πάθος.

-Γιατί δύο;

-Γιατί ο πατέρας σου,… δεν ήταν μόνο η αγάπη της Κατερίνας αλλά και η μοναδική αγάπη της Τούλας, και… φτάνει. Αυτό μόνο έχω να σου πω για τον μυστήριο και όχι τόσο καθαρό Αγγέλου Γιώργο! 

Η Σόφη έμεινε άλαλη και ακίνητη λες και σταμάτησε ο χρόνος. Όταν ξεκίνησε να ψάχνει την αλήθεια, δεν φανταζόταν ούτε ποια θα ήταν, ούτε ότι θα εμπλέκονταν τόσα άτομα στο μυστήριο του ψεύτικου, όπως φαινόταν, θανάτου του πατέρα της. Άραγε η Γιώτα να είχε δίκιο, πως ο Γιώργος Αγγέλου, δεν ήταν τόσο καθάριος, κι ότι κάτι ύποπτο υπήρχε σχετικό με το άτομό του;

Ρίχνοντας μια ματιά στον Ορέστη, κατάλαβε ότι περίπου τα ίδια σκεφτόταν κι εκείνος. 
Η Γιώτα είχε σηκωθεί και πήγαινε ήδη προς την πόρτα. Αναγκάστηκαν να την ακολουθήσουν, νοιώθοντας ότι προς το παρόν, δεν θα μάθαιναν τίποτα άλλο από εκείνην.

Περπατούσε προς την έξοδο της καφετέριας, αποφασισμένη, το επόμενο πρωί, πριν πάει στο νοσοκομείο, να ξαναβρεθεί στο σπίτι της θείας της.
Αυτός ο φάκελος δεν της έφευγε από το νου, όπως και η κουβέντα της Γιώτας για τη ζήλια της Τούλας, που έγινε η αιτία για κάποιο κακό που είχε συμβεί… και που εκείνη ωστόσο, ακόμα αγνοούσε.