ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΣ

Ο ουρανός έλαμψε από την αστραπή. Ο εκκωφαντικός θόρυβος την έκανε να τιναχτεί. Η Τούλα σηκώθηκε από το κρεβάτι με προσπάθεια. Το τελευταίο καιρό ήταν δύσκολο να αποχωρίζεται το κρεβάτι της. Και εκείνα τα τσιμπήματα στο χέρι είχαν πληθύνει αλλά η ίδια δεν έδινε σημασία.

Είχε σταματήσει να δίνει σημασία εδώ και χρόνια στην υγεία της. Ειδικά από τότε που έφυγε η αδερφή της η Κατερίνα, η Τούλα αισθανόταν ότι δεν υπήρχε πια τίποτα να την κρατήσει εδώ. Υπήρχε βέβαια και η Σόφη. Η ανιψιά της η Σόφη. Αυτή στην οποία η αδερφή της αφιέρωσε τα νιάτα της, τη ζωή της ολόκληρη.

Η Σόφη όμως είναι η κόρη εκείνου. Η Τούλα δε μπόρεσε ποτέ να τον ξεχάσει. Ούτε να τον συγχωρήσει. Κυρίως, δε κατάφερε ποτέ να σταματήσει να τον αγαπάει. 

Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά που τον είδε. Η Κατερίνα είχε βάλει σκοπό να σπουδάσει και μετά από πολλά παρακάλια τους τούμπαρε τους γονείς της. Ήταν άλλωστε η χαϊδεμένη τους, και ήταν η πρώτη στο σχολείο. Δεν ήθελε πολύ για να τους πείσει. Πρότεινε μάλιστα να έρθει και η Τούλα μαζί της για να τη προσέχει. Μα κυρίως η Κατερίνα ήθελε να πάρει την αδερφή της μακριά από εκείνο το περιβάλλον. Στην επαρχία αν δε κατάφερνες να στεφανωθείς μέχρι τα είκοσι πέντε σου σε στιγμάτιζε η ταμπέλα της γεροντοκόρης. Οι γονείς  τους αλλωστε δε δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν αυτό το τίτλο για τη θυγατέρα τους. Η Τούλα ήταν πάντα ήσυχη και ταπεινή. Ποτέ της δε τραβούσε τα βλέμματα όπως ο σίφουνας Κατερίνα.

Μολονότι θα πίστευε κάποιος ότι η Τούλα θα ζήλευε τη Κατερίνα, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Η Τούλα λάτρεψε την αδερφή της, από τότε που επτά χρονών την αντίκρισε για πρώτη φορά και ορκίστηκε να μην αφήσει τίποτα να την πληγώσει.Δέχτηκε λοιπόν με ευχαρίστηση να συνοδέψει την αδερφή της και οι γονείς της συμφώνησαν επίσης με ανακούφιση. Δε θα ξεχάσει ποτέ το βλέμμα του πατέρα της εκείνη τη πρώτη μέρα που τους αποχωρίστηκε. Τρυφερό και πονεμένο, σαν να αποδεχόταν πλέον ένα γεγονός που μέχρι τώρα αρνούνταν να αναγνωρίσει την ύπαρξη του. Η μητέρα τους, πάντα πιο αυστηρή τις ξεπροβόδιζε με συμβουλές να αποφεύγουν τα αρπακτικά της πόλης και να προσέχουν η μία την άλλη.

Η Κατερίνα ήθελε να γίνει δασκάλα. Λάτρευε τα παιδιά. Μα και αυτά τη λάτρευαν. Η Τούλα βρήκε δουλειά σε μια βιοτεχνία ενδυμάτων και κάλυπτε τα περισσότερα έξοδα της κοινής τους συμβίωσης.

Όλα πήγαιναν καλά. Αλλά η Τούλα κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Η ελπίδα της να βρει μια αδερφή ψυχή στη πόλη την εγκατέλειπε μέρα με τη μέρα. Ήταν ήδη 27 ετών. Η Κατερίνα από την άλλη άνθιζε και γινόταν ομορφότερη από ποτέ. Μέχρι που μπήκε στη ζωή τους αυτός.

Ήταν σαν να τον έστειλε ο Θεός. Σίγουρα αν δεν είχε εμφανιστεί στο δρόμο της η ίδια μπορεί να μη ζούσε. Μπορεί όμως να ζούσε η Κατερίνα. Ο άντρας εμφανίστηκε από το πουθενά. Είχε μόλις αρχίσει να σκοτεινιάζει και η Τούλα επιτάχυνε το βήμα της για να γυρίσει σπίτι. Το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. Μέχρι που εμφανίστηκε ένας ψηλός άνδρας και μπήκε μπροστά της. Τον έπιασε από το καρπό προσπαθώντας να τον αφοπλίσει αλλά εκείνος πριν φύγει τρέχοντας κατάφερε να του κάνει μια χαρακιά στο μπράτσο. Η Τούλα πανικοβλήθηκε όταν είδε το αίμα του να τρέχει ζεστό. Τύλιξε το μπράτσο του με το μαντήλι που φορούσε στο λαιμό της και τον κάλεσε στο σπίτι τους που ήταν μόλις ένα τετράγωνο μακριά.

Το τραύμα ήταν επιφανειακό και αφού το περιποιήθηκε, του έβαλε να φάει και να πιει, ευγνώμων που της έσωσε τη ζωή. Τον παρατηρούσε προσεκτικά στο πρόσωπο ενώ εκείνος έτρωγε με λαιμαργία το σπιτικό φαγητό. Ήταν ναυτικός, ασυρματιστής της είπε και δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει συχνά τέτοια μαγειρική. Εντυπωσιασμένη από τη δουλειά του ρώτησε λεπτομέρειες αλλά πήρε αόριστες απαντήσεις και γρήγορα άλλαξε θέμα συζήτησης.
Υπήρχε κάτι μυστηριώδες επάνω του που της κινούσε το ενδιαφέρον και τη τραβούσε με ένα τρόπο που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν στη ζωή της. Φαινόταν σαν κάτι να τον κυνηγάει, ανήσυχος κοιτούσε δεξιά και αριστερά ενώ τα δάχτυλά του ανυπόμονα ψηλάφιζαν το ένα το άλλο. Τις λίγες στιγμές που ξεχνούσε αυτό που τον απασχολούσε, έβλεπες τα μάτια του σαν τη ζεστή θάλασσα του Αυγούστου να της χαμογελούν γλυκά και να αποκαλύπτουν ένα αψεγάδιαστο χαμόγελο, πράγμα περίεργο για ανθρώπους του επαγγέλματος και της κοινωνικής του τάξης. Η καρδιά της έλιωνε σε αυτό το χαμόγελο και μέσα σε λίγες ώρες έβλεπε μπροστά της να ανοίγονται νέοι δρόμοι για μια ζωή μαζί του, με κάποιο πιτσιρίκι να τη τραβάει από το χέρι... Η Τούλα δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανόητη. Μήπως όμως η υπόσχεση που έβλεπε στο βλέμμα του ήταν ευσεβείς πόθοι;

Αυτό το κατάλαβε όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Κατερίνα μέσα. Ήταν σαν να απλώθηκαν αστραπιαία μαγικοί δεσμοί που έδεναν για πάντα τους δυο τους. Ήταν καταδικασμένοι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Τούλα ήταν να αποτραβηχτεί . Δε το σκέφτηκε ούτε στιγμή, αυτή άλλωστε ήταν ήδη γεροντοκόρη ... 

*****

-Κατερίνα τι έκανες;!
Η Κατερίνα κατακόκκινη έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα.
-Πώς μπόρεσες; Τι σκεφτόσουν;!
-Τον αγαπάω Τούλα, τον αγαπάω!
Η Τούλα την σήκωσε από το πάτωμα απότομα και την ταρακούνησε με δύναμη.
-Δε σκέφτηκες κανέναν, εσένα , εμένα, τους γονείς μας, εγώ πως θα τους αντικρίσω; Είμαι εδώ να σε προσέχω, πως μπόρεσες;
Λύγισε όμως μπροστά στην αδερφή της που ξέσπασε και πάλι σε κλάματα. Βλέποντας το σώμα της να τραντάζεται από τους λυγμούς δε μπόρεσε να συνεχίσει άλλο.
Η φωνή της σκληρή ακόμη όταν της μίλησε. 
-Σήκω και ντύσου. Ξύπνησε τον κι αυτόν και πες του να τσακιστεί να φύγει πριν γυρίσω πίσω! Αν είναι άντρας, θα ξέρει τι να κάνει από εδώ και πέρα.
Η Κατερίνα κλαίγοντας υπερασπίστηκε τον Γιώργο. Δεν έφταιγε αυτός της είπε. Στην πραγματικότητα ο Γιώργος είχε φθάσει στη πόρτα τους λιώμα από το ποτό. Κλαίγοντας σχεδόν έλεγε ακαταλαβίστικα πράγματα οτι δε θα τους επιτρέψει να το κάνουν, οτι θα καταφέρει να ξεφύγει, οτι θα τα φτιάξει όλα... Προσπάθησε να τον ηρεμήσει όταν την έκλεισε στην αγκαλιά του κι εκείνη δεν ήθελε να την αφήσει ποτέ ξανά.

*****

Η Τούλα χάιδεψε με τα δάχτυλα της το παλιό από τα χρόνια πια χαρτί. Τη μόνη απόδειξη που είχε ότι ο Γιώργος πέρασε από τη ζωή της. Δε τον συγχώρεσε ποτέ για το βάρος που την ανάγκασε να κουβαλά μια ζωή, μόνο και μόνο για να μη πληγωθεί η Κατερίνα. Με τρεμάμενα χέρια πήρε ένα σπίρτο και έκαψε το γράμμα του παρακολουθώντας τη φλόγα να σβήνει αργά. Δεν υπήρχε πια κανένας που να ενδιαφέρεται για αυτό το μυστικό και αυτή δεν ήταν πρόθυμη να σέρνει αυτό το βάρος πια.

Η βροχή είχε αρχίσει να χτυπά τα τζάμια βοηθώντας την να ξεπλύνει το πόνο που τη βασάνιζε τόσα χρόνια. Σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα απορώντας με την τόλμη όποιου είχε βγει έξω για να την επισκεφθεί. Το κουδούνι χτυπούσε επίμονα, σαν να ήθελε να την προλάβει. Η όραση της θόλωσε  και δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της τη στιγμή που άνοιξε τη πόρτα και σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμη.