ΠΙΟΝΙΑ ΣΕ ΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΡΤΙΔΑ

Μπρος στην εικόνα της αδελφής της που έμπαινε αργοπατώντας στο χώρο της σοφίτας, ο χρόνος σαν να πάγωσε για την Κατερίνα. Στο νου της αντήχησαν σκόρπια λόγια, τα λόγια του γιατρού: «ψυχική νόσος… ήπια επεισόδια μανίας… καταθλιπτικά επεισόδια… κυκλοθυμία, απάθεια, θυμός… διπολική διαταραχή…»

Όλα αυτά που τους έλεγε ακούγονταν εντελώς ακαταλαβίστικα για την οικογένεια. Και πώς δεν τα είχαν αντιληφθεί νωρίτερα; 
Ο γιατρός ισχυρίστηκε ότι η διαταραχή είχε κάνει την εμφάνισή της πιθανόν πολύ νωρίς στη ζωή της Τούλας, και μάλλον με τη μορφή ήπιων καταθλιπτικών επεισοδίων. Επεισόδια που ήταν ολιγοήμερα και όχι πολύ συχνά. Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα του, η κοπέλα δεν παρουσίαζε σοβαρή κοινωνική δυσλειτουργία, ούτε είχε ψυχωσικά συμπτώματα.
Η οικογένεια θυμόταν την Τούλα να δείχνει συχνά αρκετά ήσυχη και μαζεμένη. Έτσι οι περιοδικές τάσεις απομόνωσης που τυχόν παρουσίαζε και η έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος για δραστηριότητες κατά καιρούς, δεν τους κίνησαν υποψίες, με αποτέλεσμα να μην οδηγηθούν ποτέ έως τότε στη διάγνωση της κατάστασής της.
Έκτοτε, πρόσθεσε ο γιατρός, όσο η Τούλα μεγάλωνε βίωνε κατά διαστήματα περιστατικά υπομανίας, που χαρακτηρίζονταν από έντονη αισιοδοξία, ενεργητικότητα, ευερεθιστότητα και ίσως, έντονη σεξουαλική ορμή. Μπορεί να γινόταν αρκετά παραγωγική περιοδικά, να κοιμόταν λιγότερο και να ήταν κάπως κυκλοθυμική. Για την ίδια, τα περισσότερα από όσα βίωνε στα πλαίσια της υπομανίας έμοιαζαν σχεδόν ευχάριστα - μέχρι την επόμενη κρίση άγχους, θλίψης ή θυμού.  

Όσο ο γιατρός εξηγούσε, η Κατερίνα ανακαλούσε διάφορα περιστατικά από την κοινή τους ζωή. Τότε της φαίνονταν ανεξήγητα, τώρα όμως καταλάβαινε… Θυμόταν τις εναλλαγές στη διάθεση της Τούλας, θυμόταν τα μέλη της οικογένειας να τη ρωτούν απορημένα κι εκείνη να αρνείται πως κάτι συμβαίνει. Θυμόταν πώς άλλαζαν τα μάτια της: κάποιες μέρες έδειχναν ήσυχα, υποτονικά, κι έπειτα το βλέμμα της γινόταν αγριωπό και η ίδια ασύχαστη. Θυμόταν την αξιοσημείωτη εργατικότητά της κατά καιρούς στη βιοτεχνία ενδυμάτων… κι άλλοτε, τη θυμόταν να είναι βαρύθυμη για μέρες, να λέει συνεχώς πως δεν θέλει καθόλου να πάει στη δουλειά.

«Θεέ μου, δώσε μου δύναμη, δεν ξέρω τι να κάνω… πώς θα το χειριστώ όλο αυτό; Δώσε μου δύναμη να κάνω το σωστό… για όλους μας…» σκέφτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε την Τούλα. Το βλέμμα της αδερφής της ήταν κάπως αγριεμένο και σκοτεινό, κι από εκεί η Κατερίνα κατάλαβε ότι δεν ήταν και πολύ καλή η συγκεκριμένη στιγμή για κουβέντα. Πλέον όμως δεν υπήρχε γυρισμός. 

«Κατερίνα, μη στέκεις σαν να είδες φάντασμα. Εγώ είμαι, ήρθα». Η Τούλα έδειξε γύρω της το σκονισμένο χώρο της σοφίτας κι έπειτα κάρφωσε το βλέμμα της και πάλι στην αδερφή της. «Σε έψαχνα κάτω· έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι θα διάλεγες να συναντηθούμε εδώ, στο ανήλιαγο και σκονισμένο άντρο του “δεσμοφύλακα”. Κάποτε μας τιμωρούσε εδώ, θυμάσαι; Η μάνα λείπει από το σπίτι, αλλά και να έρθει δεν πρόκειται καν να σκεφτεί ότι βρισκόμαστε εδώ πάνω. Δε θα μας ενοχλήσει κανείς. Λοιπόν, σε ακούω.»
«Δεσμοφύλακας; Μη μιλάς έτσι για τη μητέρα, Τούλα».
«Δεν μιλώ εγώ έτσι, το χωριό μιλάει έτσι γι΄αυτή. Άδικα, θεωρείς;».
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα και το ξέρεις. Με ακούς, λες; Τι με ακούς, εσύ με ακούς; Εγώ είμαι αυτή που περιμένει τις εξηγήσεις σου… τίνος είναι το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου, Τούλα; Μίλα μου! Πώς μπόρεσες να συμπεριφερθείς έτσι, στον εαυτό σου πάνω από όλα, και έπειτα στην οικογένειά μας; Δεν τολμώ να διανοηθώ τι θα γίνει αν μαθευτεί στο χωριό τούτη η ατίμωση…»
«Κατερίνα, αυτό που με ρωτάς δεν πρόκειται να σου το πω. Τι σημασία έχει; Τι σημασία έχει αν λέγεται Τάσος, Ξενοφώντας, Νίκος ή Γιώργος; Είναι ο Κανείς. Για όλους σας! Νομίζεις πως αυτός ήταν ο πρώτος; Ή πως θα είναι ο τελευταίος; Μπορεί στα 27 μου να μην έχω βρει την αδελφή ψυχή μου, να μην έχω παντρευτεί, αλλά ξέρεις κάτι; Υπάρχουν πολλές άλλες ψυχές εκεί έξω. Μέχρι στιγμής όλες τους έρχονται στη ζωή μου και φεύγουν, αλλά δεν με πειράζει. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους - έστω κι αν είναι για λίγο - τη ρετσινιά της “γεροντοκόρης” που μου έχετε κολλήσει εδώ στο χωριό. Η Αθήνα ευτυχώς είναι μεγάλος τόπος, κανείς δεν τα κοιτάει αυτά. Εκεί μπορώ να ζήσω, να υπάρξω».
«Γι’ αυτό λοιπόν παρακάλεσες τόσο πολύ τους γονείς μας για να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα; Για να ελευθερωθείς μ΄ αυτόν ειδικά τον τρόπο;»
«Μικρή μου αδερφή, πάντοτε χαϊδεμένη των γονιών μας, όχι. Δεν το ζήτησα γι΄ αυτό. Το ζήτησα γιατί αλλιώς δεν θα λάβαινες με τίποτα την άδεια να πας εσύ… κι ήταν τόσο σημαντικό για σένα το να σπουδάσεις, να γίνεις η δασκάλα που τόσο ήθελες! Και ακόμη, επειδή αρχικά ένιωσα πως έπρεπε να έρθω να σε προσέχω. Μα έπειτα γνώρισα εκείνο το βράδυ το Γιώργο, τον έφερα στο σπίτι μας και στη ζωή μας κι εκ των πραγμάτων ανέλαβε εκείνος να σε προσέχει, σωστά;
Όμως, Κατερίνα, όσο κι αν σου έχω αδυναμία, δεν περιστρέφονται όλα γύρω από σένα. Κάπου εκεί ήταν που συνειδητοποίησα πως έχω κι εγώ ζωή… από την οποία έκανα πίσω χρόνια και χρόνια. Και κάνω ακόμη, τ΄ ακούς; Να το θυμάσαι αυτό που σου λέω!»
«Τούλα, τι λόγια! Δεν σε αναγνωρίζω καθόλου! Και το παιδί;»
«Τι μ΄ αυτό; Νομίζεις ότι το ήθελα να συμβεί; Ότι ήταν κάτι που το προγραμμάτισα; Ατύχημα ήταν… Νομίζεις ότι το θέλω αυτό το μικρό κουτάβι που βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα μου; Βάρος μού είναι… και βάρος θα μου είναι - να το ξέρεις. Αναρωτιέμαι πώς μπορώ να το ξεφορτωθώ, ειλικρινά στο λέω».
Η Κατερίνα την κοίταξε εμβρόντητη.
«Μικρή μου αδερφή με την τέλεια και απροβλημάτιστη ζωή, αν έχεις κάποια λύση σχετικά μ΄ αυτό, ευχαρίστως να την ακούσω. Άσε το τι προηγήθηκε. Τώρα τι γίνεται! Δε μου φτάνουν οι συνεχείς ερωτήσεις και το μόνιμα επικριτικό βλέμμα της μάνας, δε μου φτάνει που δεν μου μιλάει πια ο πατέρας, πρέπει τώρα να έχω να αντιμετωπίσω κι εσένα;»
«Τούλα, μη με ειρωνεύεσαι σε παρακαλώ, και μη μου επιτίθεσαι…»

Η Κατερίνα έκανε ένα βήμα μπροστά, την κοίταξε, προσπάθησε να ατσαλωθεί για τη συνέχεια. Ήταν η αδελφή της, για όνομα του Θεού, ήταν άρρωστη όμως και επιπλέον είχε βρεθεί ξαφνικά σε μια πάρα πολύ δύσκολη θέση. Κι αυτό που ετοιμαζόταν να της προτείνει ήταν τραγικό μεν, μα ήταν αναγκαίο… Μια θυσία, που θα γινόταν όμως κι από τις δυο πλευρές.

Παρόλο που η Τούλα είχε μόλις δηλώσει ότι δεν επιθυμούσε το παιδί, η Κατερίνα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι αυτό δεν ήταν μια κουβέντα της εν θερμώ, και πως αργότερα η Τούλα δε θα άλλαζε γνώμη. Όπως και να ήταν, η Κατερίνα έπρεπε τώρα να διαλέξει προσεκτικά τις λέξεις, να μιλήσει όσο πιο ήρεμα γινόταν, να μην την πληγώσει. Και να την οδηγήσει τελικά στο να συναινέσει στη σωστή απόφαση - μια απόφαση που είχε ήδη παρθεί.

«… Προσπαθώ να σε βοηθήσω, κορίτσι μου. Να σε σώσω από το γκρεμό όπου πας να πέσεις. Άκου. Άκου με καλά. Κι ελπίζω να συμφωνήσεις, γιατί ειλικρινά άλλη λύση δεν βλέπω».

Προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να μην αφήσει να φανεί το ανεξέλεγκτο τρέμουλο που ξεκινούσε από μέσα της, η Κατερίνα εξήγησε στη μεγάλη της αδελφή τι είχε σκεφτεί να κάνουν. Της ανέλυσε το σχέδιό της διεξοδικά, απέφυγε όμως να αναφερθεί στην ασθένειά της και στους φόβους που είχαν στην οικογένεια σχετικά με την ανατροφή του παιδιού από την Τούλα.

«Μόνο εμείς θα γνωρίζουμε, Τούλα. Η μητέρα, ο πατέρας, εσύ κι εγώ. Κανείς άλλος, ούτε καν ο Γιώργος. Εκείνος θα νομίζει ότι είναι δικό του το παιδί. Αν συμφωνήσεις, θα του γράψω σήμερα κιόλας τα “χαρμόσυνα” νέα. Κι έπειτα, επιστρέφουμε κι οι δυο μας στην Αθήνα. Μέχρι να γεννήσεις, εγώ μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου και να βρω παράλληλα μια δουλειά για να μπορούμε να ζήσουμε. Στο μεταξύ, θα δούμε πώς θα γίνει με το γάμο. Εξαρτάται από το πότε είναι να επιστρέψει στη στεριά ο Γιώργος. Έχω λίγο καιρό να λάβω νέα του».

Η Κατερίνα σώπασε, αφήνοντας στην Τούλα λίγο χρόνο για να επεξεργαστεί την πρότασή της.
Η Τούλα κοίταξε την αδερφή της με βλέμμα εντελώς απροσδιόριστο. Κι έπειτα, ξέσπασε:

«Μια χαρά τα κανονίσατε με τη μάνα, έτσι, αδερφή;  Ο ιδανικός τρόπος να κουκουλωθεί και να ξεπλυθεί η ντροπή! Η μικρή μου αδελφή θα θυσιαστεί για χάρη μου… Η καλή μας Σαμαρείτισσα, που αν και έχει τα πάντα, ποτέ δεν της είναι αρκετά - τελικά πάντα υπάρχει ο τρόπος για να αποκτήσει και κάτι ακόμη!»

Η Κατερίνα έσκυψε το κεφάλι, μην αντέχοντας το αμείλικτο βλέμμα και την κατηγορία. Προτίμησε να μην ανταπαντήσει· τι να πει;

«Έτσι κι αλλιώς, Κατερίνα», συνέχισε η Τούλα σκουπίζοντας ένα και μοναδικό δάκρυ οργής από το μάγουλό της, «αυτό το “κουτάβι” ήδη δεν μου ανήκει – όπως δεν ανήκει και σε εσένα… αυτό όμως θα είναι το μικρό μας μυστικό, σωστά;»  

Η Τούλα στράφηκε απότομα και βγήκε από το σκονισμένο δωμάτιο, χωρίς να ρίξει πίσω της ούτε μια ματιά.
Στη σοφίτα επικράτησε απόλυτη σιωπή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λίγους μήνες μετά

Αγαπητή μου Κατερίνα. 
Εύχομαι να είσαι καλά και εσύ και η κόρη μας. Σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως θα αναβάλω την επιστροφή μου και έτσι αναγκαστικά θα πρέπει να αναβληθεί και ο γάμος. Το ξέρω πως με περίμενες αλλά δυστυχώς ούτε αυτή τη φορά μπορώ να τα καταφέρω. Μόλις πιάσω λιμάνι και μπορέσω θα σου τηλεφωνήσω για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα και ελπίζω να τα καταλάβεις.
Με αγάπη, 
Γιώργος

Αγαπητή μου Τούλα. 
Εύχομαι να είσαι καλά. Σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως έρχομαι Αθήνα σε λίγες μέρες. Δεν ξέρει κανείς για την επιστροφή μου, ούτε η Κατερίνα, ούτε καν ο Αναγνώστου γνωρίζει ότι επιστρέφω στην Ελλάδα. Το έχω φροντίσει.
Θα μείνω στην Αθήνα για πολύ λίγο και έπειτα θα φύγω ξανά. Πρέπει να σε συναντήσω οπωσδήποτε πριν τον επικείμενο γάμο. Πρέπει να μιλήσουμε. Θα σε περιμένω την Πέμπτη στις 28 του μηνός, στο γνωστό σημείο.
Με αγάπη, 
Γιώργος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σήμερα

 «Σόφη μου; Είσαι καλά, γλυκιά μου;»

Ο Ορέστης είχε προτείνει στη Σόφη να εκμεταλλευτούν το διήμερο, κάνοντας ένα μικρό ταξίδι με προορισμό τη θάλασσα. Ήταν κάτι που το είχαν ανάγκη. Εκείνη δέχτηκε μετά χαράς και τώρα κάθονταν σε ένα μικρό παραθαλάσσιο ταβερνάκι, ακούγοντας το φλοίσβο. Οι ζεστές ακτίνες του ήλιου χάιδευαν το δέρμα τους, το απαλό αεράκι ήταν όνειρο, εκείνοι όμως δυσκολεύονταν να αφεθούν στη στιγμή, να γαληνέψουν και να ηρεμήσουν. Συζητούσαν χαμηλόφωνα όσα είχαν συμβεί, προσπαθώντας να σκεφτούν τις επόμενές τους κινήσεις.

«Σκεφτόμουν, Ορέστη… Έχω την αίσθηση πως από τη στιγμή που βρέθηκα σ΄ αυτή τη σοφίτα κι έπειτα, τρέχω. Όλο τρέχω. Χωρίς να ξέρω πού πάω. Άνοιξα αυτό το παλιό σεντούκι της γιαγιάς και νιώθω πως άνοιξα το κουτί της Πανδώρας… στρέφοντας όλα τα δεινά του κατά πάνω μου. Ό,τι ήξερα, γκρεμίστηκε… και δεν έχω ιδέα τι να κάνω τώρα για να μάθω όσα δεν γνωρίζω. Καλά-καλά δεν ξέρω αν θέλω να τα μάθω πια! Φοβάμαι τι θα βρω, καταλαβαίνεις; Κι αν θα καταλάβω αυτό που θα βρω, κι αν θα χρειαστεί να αγαπήσω ανθρώπους ή να τους μισήσω…»
«Έχεις δίκιο, αγάπη μου. Σε καταλαβαίνω. Εδώ που φτάσαμε όμως πρέπει να προχωρήσεις, αλλιώς δεν θα μπορέσεις ποτέ να ησυχάσεις…»
«Πώς, Ορέστη; Πώς να προχωρήσω, τι άλλο να κάνω;»
«Ας επιστρέψουμε στο σπίτι της θείας σου· μόνοι μας. Δεν ήθελα να πάμε χθες μαζί με τον Ιωάννου. Ίσως εκεί βρούμε απαντήσεις, ίσως κάτι να ξέφυγε της προσοχής μας την προηγούμενη φορά. Ή, μπορείς να δοκιμάσεις να μιλήσεις και πάλι με τη Γιώτα, Σόφη μου. Το ύφος της δεν μου αρέσει καθόλου. Αισθάνομαι ότι ξέρει πολλά, ότι κρύβει πολλά. Και είναι η μόνη που έχει απομείνει τώρα εν ζωή… ίσως να είναι λοιπόν η μοναδική σου ευκαιρία για να μάθεις όλη την αλήθεια. Τι λες; Ό,τι κι αν αποφασίσεις, να ξέρεις πως εγώ θα είμαι δίπλα σου…»