ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΔΡΑΣΗ...

Η Σόφη στεκόταν ώρα πολλή στη μέση του καθιστικού, μην μπορώντας να αντιδράσει. Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά, σαν πολύτιμο θησαυρό τις καρτ ποστάλ και το μοναδικό γράμμα του πατέρα της που είχε βρει εκείνο το πρωινό στη σοφίτα του πατρικού της.

Επεξεργάστηκε τις πληροφορίες που γνώριζε πια. Πληροφορίες που κρατήθηκαν για κάποιο λόγο κρυφές μέχρι τώρα στη ζωή της. Πληροφορίες που αφορούσαν την ίδια της τη ζωή.. Που χρειάστηκε να γυρίσει πίσω στο χωριό για να τις βρει, σπρωγμένη από ένα παιχνίδι της τύχης άραγε; Αλήθεια τι ήταν αυτό που την έσπρωξε να γυρίσει εκείνο το βροχερό πρωινό στο σπίτι που είχε εγκαταλείψει, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της, πέντε ολόκληρα χρόνια;

"Γιώργος Αγγέλου! 
Αθηναίος, ορφανός και μοναχοπαίδι. 
Ασυρματιστής, σε εμπορικό πλοίο".

Τουλάχιστον έτσι της είχαν πει! Στις καρτ ποστάλ είχε ονόματα λιμανιών, πλοίων και ημερομηνίες. Ήταν το πρώτο χειροπιαστό στοιχείο που είχε! Ο πατέρας της ήταν όντως ναυτικός. Και δεν είχε πεθάνει τότε που της είχαν πει. Άρα; Μπορεί να της είχαν πει κι άλλα ψέματα; Μπορεί να ζούσε;

Δεν μπορούσε να μην αισθάνεται θυμό. Απογοήτευση από τους δικούς της ανθρώπους. Προδοσία και ακύρωση! Ένιωθε ζαλισμένη και μια ανακατωσούρα στο στομάχι. Έψαξε για το μπάνιο. Ένιωθε πως ήθελε να ξεράσει όλη αυτή την πικρία. Να βγάλει από μέσα της την οργή! Να αδειάσει! Έτριξαν τα υδραυλικά καθώς προσπάθησε να ανοίξει τη βρύση, για να ξεπλυθεί. 
"Όλα σκουριάζουν αν δεν τα χρησιμοποιείς" σκέφτηκε ασυναίσθητα! Το μπάνιο μύριζε υγρασία, το σπίτι απουσία.Κι όλα γύρω της φώναζαν "εγκατάλειψη"! Δεν ήθελε να μείνει για πολύ εκεί. Ένιωθε ξένη. Και μόνη! Πολύ μόνη!
Κοιτούσε τα δωμάτια στα οποία πέρασε τα παιδικά της χρόνια και έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο! 
"Ευτυχισμένα"! 
Όλα ήταν ένα ψέμα! 
"ΨΕΜΑ! Όλη η ζωή μου ένα τεράστιο ψέμα..." φώναξε με όλη της τη δύναμή!

Όταν μετά από κάμποση ώρα καταλάγιασε μέσα της ο θυμός, καυτά δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Της έλειπε ο παππούς. Ήταν εξάλλου για αυτή ο πατέρας που δεν γνώρισε! Αυτός που της έμαθε να μετράει, να έχει αρχές, να αγαπάει την αλήθεια ... Πώς μπόρεσε κι αυτός να της πει ψέματα;

Κάποια στιγμή, αναγκαστικά, σηκώθηκε. Δεν μπορούσε να μείνει στιγμή περισσότερο εκεί που πονούσε. Σκέφτηκε τη θεία. Να πάει να της δείξει τα ευρήματα, να τη ρωτήσει. Κι όμως, όταν βγήκε έξω στο μικρό έρημο και λασπωμένο δρομάκι, με τα 28  αγέροχα κυπαρίσσια, άλλαξε γνώμη. Τελικά θέλησε να αποφύγει τη συνάντηση με τη θεία. Ποτέ της εξάλλου δεν τη συμπάθησε! Της προκαλούσε φόβο η θεία, η πολύ μεγαλύτερη και μονάκριβη αδερφή της μητέρας της. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο αδερφές. Όσες φορές κι αν είχε ρωτήσει δεν είχε καταφέρει να μάθει γιατί υπήρχε πάντα στον αέρα κάτι περίεργο ανάμεσά τους. Βλέμματα που πετούσαν φωτιές, παρ' όλο που φανερά συνέχιζαν να μιλούν. 

Ναι, την τρόμαζε η θεία με την αγριωπή ματιά! Όπως αθόρυβα ήρθε, έτσι αθόρυβα χάθηκε λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά!

Πέρασαν δύο βδομάδες απραξίας, από κείνη την αποφράδα μέρα. 
Ζούσε την καθημερινότητά της, πήγαινε στη δουλειά, γυρνούσε, διάβαζε, έβλεπε καμιά ταινία και φτου και πάλι από την αρχή την άλλη μέρα. Δεν είχε δει κανέναν άλλον, πέρα από τους συναδέλφους της -  κι αυτούς αναγκαστικά. Αν μπορούσε, όλους θα τους είχε αποφύγει.

Προσποιούνταν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Δεν ήταν αλήθεια όμως! Όλα είχαν αλλάξει. Σε μια στιγμή! 
"Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος! " συνήθιζε να λέει η μαμά της. Πόσο δίκιο είχε! Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα όταν απρόσμενα πήρε την απόφαση. Έφτιαξε καφέ κι άνοιξε τον υπολογιστή της.Έπρεπε κάτι να κάνει. Να αναλάβει δράση. Δεν άντεχε άλλο κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους. Μακριά από τον κόσμο. Έπρεπε επιτέλους κάτι να κάνει!

Το αποφάσισε! Θα έψαχνε για ιδιωτικό ερευνητή. Κοινώς ντετέκτιβ. Ίσως αν απευθυνόταν σε έναν ντετέκτιβ με τις πληροφορίες από τις καρτ ποστάλ ίσως έβγαζε κάποια άκρη! Από το μυαλό της πέρασε και η εκπομπή "έχεις πακέτο", αλλά έδιωξε τη σκέψη όπως της ήρθε! Δεν ήταν έτοιμη για δημόσια έκθεση, να την έβλεπε σύσσωμο το χωριό. Πώς θα αντιμετώπιζε στον αέρα μια αλήθεια που δεν ήξερε καν ποια θα μπορούσε να είναι;

Το άλλο απόγευμα βρισκόταν στο γραφείο του κυρίου Ιωάννου! Είχε επιλέξει να φορέσει μια γκρι καμπαρτίνα και ένα μαύρο πλεχτό καπελάκι. Να είναι λίγο μυστήρια, λίγο μοιραία! 
"Ακριβώς όπως στις ταινίες" σκέφτηκε. Μόνο που τώρα πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια! 
Εξήγησε όσο πιο καλά μπορούσε την κατάσταση στον ερευνητή και του παρέδωσε τα ευρήματα της σοφίτας. Ο ερευνητής δεν της έδωσε πολλές ελπίδες, ούτε όμως την αποθάρρυνε. 
"Ίσως αυτός είναι ο ρόλος του σε αυτή τη φάση", συλλογίστηκε. Θα της τηλεφωνούσε όταν θα είχε νεότερα.

Μετά από λίγο, περπατούσε στον άδειο δρόμο παρέα με τη μοναξιά και τις σκέψεις της... Τι προσδοκούσε; Ποια απάντηση θα ήθελε να έρθει από τα χείλη του ντετέκτιβ; Ήθελε να έχει άραγε απάντηση ή θα προτιμούσε να της πει  "Δυστυχώς κυρία Μιχαήλ, δεν κατάφερα να βρω την άκρη σε αυτό το κουβάρι. Είναι ανώφελο να ψάχνουμε."

Δεν υπάρχει πιο ανυπόφορη κατάσταση από την αναμονή... Ξαναζούσε πάλι τις ημέρες απραξίας, τη μουντή καθημερινότητα, την απομάκρυνση από όλους τους φίλους! Τη μοναξιά!

Πόσο θα κρατούσε αλήθεια η αναμονή;