ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Ο κρότος του παραθύρου που άνοιξε βίαια απ’ τον άνεμο και τη βροχή που είχε δυναμώσει τώρα αισθητά, την επανέφερε στην πραγματικότητα: σηκώθηκε απ’ το πάτωμα τρομαγμένη και προσπάθησε να το κλείσει. Απόλυτη ησυχία απλώθηκε και πάλι στον χώρο. Μουδιασμένη και χωρίς να μπορεί να συγκεντρώσει τη σκέψη της κάπου, ακούμπησε τα ακροδάχτυλά της στο τζάμι που αναμετριόταν με το νερό τ’ ουρανού.

Η εικόνα του χωριού που ίσα ίσα διακρινόταν πίσω απ’ τη βρεγμένη επιφάνεια ξαφνικά της ζέστανε την ψυχή. Ό, τι και να είχε συμβεί, εκεί μεγάλωσε. Σ’ αυτά τα δρομάκια περπάτησε, έπαιξε, έζησε. Πόσες αναμνήσεις ξυπνούν μ’ έναν χώρο, πόσες αισθήσεις κι αισθήματα, λες κι η αύρα του τρυπώνει μέσα σου, σε καθίζει κάτω και σου διηγείται ιστορίες…

Η Σόφη έστρεψε το βλέμμα της ξανά προς το σεντούκι. Το πλησίασε και έπιασε στα χέρια της ξανά τις καρτ ποστάλ και το γράμμα του πατέρα της, με την καρδιά της λιωσμένη απ’ τη συγκίνηση. «Γιώργος»…

Ένας Γιώργος που δεν αγαπήθηκε αρκετά. Που η ίδια του η κόρη, το αίμα του, δεν τον αγάπησε αρκετά. Δεν λάτρεψε τη μορφή του, δεν τον αναζήτησε στο πλήθος, δεν ανακουφίστηκε στην αγκαλιά του ποτέ. Δεν μύριζε πώς μυρίζουν τα ρούχα του μετά την εργασία στην αυλή. Δεν άκουσε τη φωνή του να σχηματίζει τ’ όνομά της, δεν τη μάλωσε, δεν έκλαψε κι εκείνη εξ αιτίας του ποτέ. Δεν τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό στο σπίτι μετά τη δουλειά, δεν του χάρισε δώρα, δεν τον είδε να κοιμάται. Δεν τον ερωτεύτηκε όπως κάθε κορίτσι ερωτεύεται, θαυμάζει τον πατέρα του. Δεν καυχήθηκε για εκείνον. Δεν τον λογάριασε πριν τις πράξεις της που τελικά την πόνεσαν. Δεν τον είχε εκεί για να τη συμβουλέψει. Ή για να της πει έναν αγαπημένο λόγο παρηγοριάς.
«Με αγάπη, Γιώργος»…

Η Σόφη ένιωθε εγκλωβισμένη σ’ ένα μεγάλο ρολόι, να σκοντάφτει στους δείκτες του καθώς εκείνοι γυρίζουν προς τα πίσω, πίσω και πίσω. Πίσω σ’ ένα παρελθόν, μιας αγάπης χωρίς μυρωδιά που όμως, τώρα γινόταν απτή. Τα γράμματα αυτά, με τον γραφικό χαρακτήρα του χεριού του ανθρώπου που –μισά, την αποτελεί, ήταν επιτέλους κάτι χειροπιαστό από εκείνον. Ένα κομμάτι του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μητέρα της δεν της είχε αναφέρει τίποτα γι’ αυτά τα γράμματα, όμως εκείνες τις στιγμές η απορία αυτή δεν την απασχολούσε τόσο, όσο η ανακάλυψή της η ίδια. Το σώμα της ανακάλυψης, που ήταν ό, τι πιο κοντινό σε σώμα είχε από εκείνον. Από τον Γιώργο… τον πατέρα της. Τον πατέρα της τον Γιώργο. Που ήταν άνθρωπος κι αυτός, είχε υπάρξει. Και ποτέ της πριν δεν είχε μπει στη διαδικασία ν’ αναρωτηθεί για εκείνον τίποτε. Όσα της έλεγαν, τα ελάχιστα εκείνα, της ήταν αρκετά. Πώς μπόρεσε;

Μ’ ευλάβεια ανασήκωσε και διάβασε όλες τις κάρτες και το γράμμα ξανά και ξανά, ώσπου σχεδόν το απομνημόνευσε. Ύστερα έκλεισε το σεντούκι αφήνοντάς τα απ’ έξω, τα κράτησε μετά στην αγκαλιά της και προχώρησε έξω από τη σοφίτα. Πώς είχε γίνει και είχε ανέβει τόσο ελάχιστες φορές στη ζωή της σε αυτή την αποθήκη; Βρισκόταν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, κι όμως ποτέ δεν θυμάται να είχε δουλειά εκεί πάνω. Δεν τύχαινε, δεν συνέβαινε. Της πέρασε από το μυαλό πως ίσως είναι πολλά τα ύποπτα, τα «περίεργα», αυτά που δεν παρατηρούσε ότι συνέβαιναν, τελικά.

Αφού διέσχισε και πάλι τον διάδρομο που οδηγούσε στο καθιστικό, ακούμπησε με την πλάτη στο σκονισμένο σκρίνιο της μάνας της, το καλυμμένο με ένα λευκό σεντόνι με σχέδια, και διάβασε τις κάρτες άλλη μία φορά. Ωστόσο το περιεχόμενό τους δεν άλλαζε, κι ούτε μπορούσε κανείς με τις αναγνώσεις να διακρίνει κάτι πίσω απ’τα γραμμένα. Ήταν τυπικά γράμματα, που εξηγούσαν σύντομα ότι ήταν όλα εντάξει και σπάνια, όταν αποφάσιζε να είναι λιγότερο φειδωλός στα λόγια, έγραφε και μία κουβέντα για κάποιο επεισόδιο με τους συναδέλφους του, στο πλοίο με το οποίο διέσχιζε τις θάλασσες. Τα μάτια της Σόφης έτσουξαν στην υπενθύμιση του τρομακτικού τέλους του, να τον παρασύρει η θάλασσα έξω από το πλοίο και να χαθεί από προσώπου γης, μες στα κύματα… Τραγικό και θλιβερό. Ξανακοίταξε τις ημερομηνίες.

Το τελευταίο χρονολογικά γράμμα του Γιώργου στη μητέρα της έφτασε στα χέρια της μετά τη γέννηση της ίδιας. Ήταν ξεκάθαρο, ο Γιώργος γνώριζε για τον ερχομό της κόρης του και ρωτούσε μάλιστα εάν ήταν καλά. Τα κομμάτια δεν ενώνονταν. Ο πατέρας της είχε ήδη χαθεί όταν γεννήθηκε εκείνη, έτσι γνώριζε όλη της τη ζωή. Δεν μπορεί. Η μητέρα και οι παππούδες της ήταν απόλυτα κάθετοι σε αυτό, το είχαν δηλώσει και δεν υπήρχε καν λόγος ή περίπτωση αμφισβήτησης. Η Σόφη δεν μπόρεσε να γνωρίσει τον πατέρα της γιατί απλούστατα, δεν τον πρόλαβε εν ζωή. Πώς θα μπορούσε τώρα, το πράγμα να είναι αλλιώς; Γιατί η μητέρα της να της είχε αποκρύψει οτιδήποτε; Και γιατί να διαστρέβλωσε την πραγματικότητα;

Ξαφνικά αισθάνθηκε προδομένη, ξεγελασμένη. Μόνη της. Ακούμπησε τη ματιά της γρήγορα ολόγυρα στο καθιστικό και σκέφτηκε πόσα μυστικά μπορεί να κρύβονταν στις ανήλιαγες γωνιές που εκείνη πάντα προσπερνούσε. Πόσα ακόμη; Δεν μπορούσε να καταλάβει, δεν μπορούσε να εξηγήσει, δεν μπορούσε να φανταστεί. Κι ούτε να δικαιολογήσει. Δεν χωρούν ψέματα σε μία δεμένη οικογένεια. Αν χωρούν, αυτομάτως οι δεσμοί κλονίζονται. Τα θεμέλια σκουριάζουν. Ταρακουνιούνται. Αλλάζουν τα πράγματα, οι σκέψεις. Η θεώρηση.

Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μία την άλλη κι όμως κανένα σενάριο που έπλαθε με την φαντασία της δεν την κάλυπτε. Περπατούσε πάνω κάτω με το τελευταίο γράμμα του πατέρα της στα χέρια, ώσπου έφτασε και πάλι στη σοφίτα και κοίταξε τριγύρω μουδιασμένη.

Μια ξαφνική συνειδητοποίηση την έκανε να ανατριχιάσει. Το σεντούκι της γιαγιάς μπροστά της ορθωνόταν βαρύ, σκονισμένο και σκουριασμένο σε σημεία. Πάνω του σκαλισμένα σχέδια και παραστάσεις λουλουδιών, το καθιστούσαν αμιγώς γυναικείο. Κι έκρυβε, ομολογουμένως, γυναικεία μυστικά. Μυστικά τα οποία γυναίκες γνωρίζουν συνήθως. Και κινούν τα νήματα αναλόγως. Προσπαθώντας να μετρήσουν τις καταστάσεις και να λιγοστέψουν τον αριθμό των πληγέντων.

Το σεντούκι της γιαγιάς. Εκεί βρήκε τα γραμμένα χνάρια του πατέρα της η Σόφη πριν από λίγη ώρα. Μες στο σεντούκι της γιαγιάς. Γιατί; Γιατί εκεί; Δεν απευθύνονταν στη γιαγιά τα γράμματα. Δεν αποζητούσε εκείνης την απάντηση ο Γιώργος. Δεν χαιρέτιζε εκείνη, δεν ανησυχούσε για εκείνη, δεν ανυπομονούσε να γυρίσει σ’ αυτήν. Δεν ήταν αυτή η μάνα του νεογέννητου παιδιού του. Δεν ήταν αυτή στην οποία ποθούσε να επιστρέψει, να χτίσουν τη ζωή και να στηρίξουν την οικογένειά τους μαζί.

Γιατί βρίσκονταν οι κάρτες και το γράμμα στο σεντούκι της γιαγιάς και όχι σε κάποιο συρτάρι της μητέρας της, για παράδειγμα; Τα είχε φυλάξει η ίδια η μητέρα της για κάποιον λόγο εκεί; Ή μήπως η γιαγιά; Και αν τα φύλαξε η γιαγιά εκεί, σε ποια χρονική φάση το έκανε; Τα είχε δει η κόρη της ήδη, ή μήπως έπεσαν στα χέρια της πρώτα και αποφάσισε εκείνη για την τύχη τους; Αυτό θα σήμαινε πως η γιαγιά τα έκρυψε στο σεντούκι, δεν τα φύλαξε στο σεντούκι…

Μα το γιατί να το κάνει αυτό παρέμενε αναπάντητο. Ίσως να μην τον ήθελε τον Γιώργο η γιαγιά, τον τυχαίο ναυτικό αυτό που σύναψε σχέση με την κόρη της και την άφησε έγκυο μόνο και μόνο για να την εγκλωβίσει σε μία ρουτίνα αναμονής, αγωνίας και μοναξιάς. Ίσως να μην ήθελε η γιαγιά τέτοια ζωή για την κόρη της. Ίσως να προσπάθησε να την απομακρύνει από εκείνον κι αφού είδε και απόειδε, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Είχε όμως τέτοιο δικαίωμα; Έχει ο καθένας δικαιοδοσία να ορίζει τη ζωή των άλλων, ακόμη κι αν πρόκειται για τη ζωή των ίδιων του των παιδιών; Έχει ο καθένας μερτικό στις αποφάσεις που παίρνει ο Θεός για τον καθένα;

Η Σόφη αντιλαμβανόταν ότι το συμπέρασμα που έβγαλε για τη γιαγιά της ήταν μεν βάσιμο αλλά όχι σίγουρο. Το γράμμα θα μπορούσε να έχει καταλήξει στο σεντούκι της για κάθε αθώο λόγο. Αλλά και για κάθε ένοχο… Το σίγουρο είναι ότι ο πατέρας της δεν είχε πεθάνει ακόμα όταν εκείνη γεννήθηκε. Και ίσως, πάλι ίσως, να μην είχε πεθάνει καν, ποτέ… Γιατί όχι; Πώς ήξερε τώρα στα σίγουρα ότι ο πατέρας της δεν ζούσε, βαθιά ηλικιωμένος αλλά ζωντανός;

Τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν και το στόμα της ήταν στεγνό. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τι να πιστέψει. Τι να κάνει. Είχε άλλωστε χάσει τόσο τη γιαγιά της όσο και τη μητέρα της και δεν μπορούσε να τους γυρέψει απαντήσεις.
Δεν ήξερε από πού να αρχίσει…