Η Σοφίτα είναι ένα συλλογικό έργο που δημιουργήθηκε από 16 bloggers. Η αρχή έγινε από μένα και ακολούθησαν οι συνέχειες των υπολοίπων, χωρίς κάποια συνεννόηση μεταξύ μας για την εξέλιξη της πλοκής. 

Έτσι δημιουργήθηκε μια ιστορία από 16 διαφορετικούς ανθρώπους βασιζόμενη σε μια αρχική ιδέα, που ο καθένας έδωσε το στίγμα του και την προσωπικότητά του. Μιας ιστορίας που βασίστηκε στην συλλογικότητα και στην όρεξη ανθρώπων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά μοιράζονται το ίδιο πάθος για δημιουργία. Αυτό είναι και το ενδιαφέρων σε αυτές τις ιστορίες-αλυσίδα. Το ότι ο καθείς βάζει την δική του σφραγίδα και όμως τόσο μαγικά υπάρχει μια αρμονία μοναδική στην εξέλιξή της.

Σας ευχαριστώ όλους σας για αυτό το υπέροχο ταξίδι και εσάς που συμμετείχατε αλλά και εσάς που μας ακολουθήσατε διαβάζοντας τις συνέχειες.

Το μότο μου είναι ένα:
Κόντρα σε νωθρούς, άσχημους και φασιστικούς καιρούς δημιουργούμε και προσφέρουμε, όσο και όπως μπορεί ο καθένας μας.

Η δημιουργία είναι επανάσταση.

Καλή σας ανάγνωση.


Η ΣΟΦΙΤΑ ΤΗΣ ΣΟΦΗΣ

Είχε χρόνια να έρθει σε αυτά τα μέρη. Καθώς οδηγούσε σκεφτόταν την τελευταία φορά που άφησε αυτόν τον τόπο. Ήταν στην κηδεία της μάνας της. Πάνε πέντε χρόνια τώρα. Δεν ήθελε να επιστρέψει ούτε για τα μνημόσυνα που τα οργάνωνε η θειά της. Στο χωριό είπαν πολλά για την απουσία της. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Ούτε η γλωσσοφαγιά των χωρικών, ούτε οι φωνές της θείας Τούλας. Το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν μια άρνηση. Και μια απέραντη μοναξιά. Ένα συναίσθημα που μόνο αυτοί που έχουν χάσει γονιό το καταλαβαίνουν. Μια αίσθηση ξεκρέμαστη, χωρίς ρίζα, χωρίς αρχή.

Εκείνο το πρωί σηκώθηκε και ένοιωσε μια τεράστια ανάγκη να επισκεφτεί το χωρίο, το σπίτι της μάνας της. Καθώς οδηγούσε διαπίστωσε ότι το φόρεμά της είχε ένα λεκέ από καφέ. Τον είχε κάνει το προηγούμενη μέρα στη δουλειά. Δεν το θυμόταν καν το πρωί όταν το φόρεσε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να κατευνάσει αυτό το συναίσθημα της έλλειψης.

Το χωριό από την πόλη δεν ήταν μακρυά. Και έτσι σε λιγότερο από δυο ώρες έφτασε. Διέσχισε το χωριό χωρίς να κοιτά αριστερά και δεξιά. Ένιωθε όμως τα επικριτικά μάτια των χωρικών να την καρφώνουν και τα στόματά τους που ανέφεραν το όνομά της. Έφτασε στην άκρη του χωριού και εκεί άφησε το αμάξι της. Θέλησε να περπατήσει ως το πατρικό της. Πατρικό... τι ειρωνεία... Πως είναι δυνατόν ένα σπιτικό που δεν είχε ποτέ ως μέλος του έναν πατέρα, να λέγετε πατρικό.

Η Σόφη δεν γνώρισε πατέρα. Τον έχασε πριν καν γεννηθεί. Ήταν ασυρματιστής σε εμπορικό πλοίο που έκανε ταξίδια σε χώρες μακρινές. Στο στερνό του ταξίδι, λίγο πριν ξεμπαρκάρει για πάντα και επιστρέψει να παντρευτεί τη μάνα της, χάθηκε μια νύχτα στη δίνη της θάλασσας. Είπαν πως βγήκε να ελέγξει κάτι στο κατάστρωμα και ένα μεγάλο κύμα τον εξαφάνισε. Δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα του, όπως όμως δεν βρέθηκε και ποτέ η ζωή του. Κανείς δεν της εξήγησε ποιος ήταν ο πατέρας της. Αν ήταν καλός άνθρωπος, αν ήταν όμορφος ή άσχημος, ευγενικός ή άγριος. Δεν είχε καν μια φωτογραφία του. Δεν την ένοιαζε και πολύ όμως. Δεν ένιωσε ποτέ να της λείπει. Ίσως επειδή πεθυμούμε κάτι που το έχουμε γνωρίσει, οπότε ως προς τι η επιθυμία για κάτι άγνωστο προς αυτή; Ήξερε απλά πως ήταν κάποιος Αθηναίος, ονόματι Γιώργος Αγγέλου, μοναχοπαίδι, ορφανός και αυτός. Γνώρισε η μάνα της όταν αυτή σπούδαζε στην Αθήνα. Τον έβλεπε κάθε φορά που το καράβι άραζε στον Πειραιά, ώσπου έμεινε έγκυος και αποφάσισαν να ξεμπαρκάρει για να παντρευτούν. Λίγο πριν γίνει αυτό, η μοίρα είχε άλλο σκοπό. Τον έπνιξε μια νύχτα και έτσι η μάνα της έμεινε μόνη της με ένα παιδί στην κοιλιά της. Έτσι η Σόφη ορφάνεψε πριν καν γίνει κόρη, πριν καν γεννηθεί και αντί για Αγγέλου, ονομάστηκε Μιχαήλ, το επώνυμο της μάνας της.

Το σπίτι της ήταν λίγο πιο απομακρυσμένο από το υπόλοιπο χωριό. Είχε χτιστεί από τον αγαπημένο της παππού πολλά χρόνια πριν αυτή έρθει στον κόσμο. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έκανε τα πρώτα της βήματα, εκεί ένοιωσε τι θα πει οικογένεια και θαλπωρή. Εκεί μεγάλωσε χωρίς πατέρα, μα με περισσή αγάπη και στοργή από την μάνα της και τους παππούδες της.

Το μικρό δρομάκι έρημο και λασπωμένο. Τα 28 κυπαρίσσια στέκονταν αγέροχα στο πλάι του. Θυμήθηκε τις στιγμές με τον παππού, μόλις που μάθαινε να μετρά, τα μετρούσαν μαζί μέχρι να φτάσουν σπίτι και αν τα έβγαζε σωστά μια σοκολάτα την περίμενε κρυμμένη στο πιο ψιλό ντουλάπι. Πόση ξεγνοιασιά... πόσο όμορφα χρόνια...

Μια βροχή σαν άχνη άρχισε να πέφτει και έκανε τη ορατότητα πιο δύσκολή και την καρδιά της πιο παγωμένη. Έψαξε τα κλειδιά στην τσάντα της και τα κράτησε σφιχτά στα χέρια της για να είναι έτοιμα. Η αυλόπορτα πάντα την δυσκόλευε να την ξεκλειδώσει. Τώρα μάλιστα που ήταν χρόνια κλειστή και σκουριασμένη η προσπάθεια γινόταν ακόμα πιο δύσκολή. Και οι κλειδαριές, σαν τις καρδιές των ανθρώπων, όταν δεν χρησιμοποιούνται, δυσκολεύουν στο άνοιγμα, ώσπου στο τέλος χαλάνε εντελώς και δεν ανοίγουν ποτέ ξανά. Μόνο το μαγικό κλειδί της αγάπης και της θέλησης θα μπορούσε να τις παραβιάσει.

Έσπρωξε με δύναμη την αυλόπορτα και διέσχισε το μικρό χορταριασμένο πια δρομάκι που οδηγούσε στην σκάλα του σπιτιού. Ανέβηκε στην βεράντα. Λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα, έστρεψε το βλέμμα της προς το χωριό. Η βροχή είχε δυναμώσει και έτσι οι συγχωριανοί της είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Οι άγριες στάλες της είχαν αναγκαστικά ξεπλύνει κάθε περιέργειά τους. Άνοιξε την εξώπορτα και την έκλεισε με δύναμη πίσω της, λες και ήθελε να προστατευθεί από κάτι.

Διέσχισε το χολ και προχώρησε προς το σαλόνι. Όλα σκονισμένα και εγκαταλειμμένα. Όλα μελαγχολικά και μόνα. Στάθηκε στην μέση του δωματίου και έκλεισε τα μάτια της. Προσπάθησε να μετατρέψει όλη αυτή την αίσθηση του χαμού σε ζωή. Να φέρει ξανά μέσα σε αυτό το σκοτεινό σπίτι, τα γέλια, την χαρά, την θαλπωρή και την οικογένεια. Να ξορκίσει το θάνατο έστω για μια νοερή στιγμή. Και έτσι είδε ξανά τις κουρτίνες τραβηγμένες και τα σκούρα ανοιχτά, τους τοίχους χρωματιστούς και τα λουλούδια φρέσκα στα βάζα. Μια μυρωδιά φαγητού να έχετε από την κουζίνα και το τραπέζι στρωμένο ευλαβικά.

Άνοιξε τα μάτια της και συνέχισε να περιεργάζεται το σπίτι με ένα άλλο βλέμμα πια. Ανέβηκε τις σκάλες, διέσχισε τις κρεβατοκάμαρες, ένοιωσε ακόμα και την αίσθηση την μάνας στο χώρο. Την είδε να συμμαζεύει το παιδικό της δωμάτιο, να της ταιριάζει τα ρούχα, να της αλλάζει τα σεντόνια, να της γκρινιάζει για την ακαταστασία και όλα αυτές οι πράξεις αγάπης που μανάδες κάνουν για τα παιδιά τους.

Με αυτές τις γλυκιές σκέψεις δάκρυα ήρθαν στα μάτια της, μια ολέθρια κούραση να την καταβάλει και τα πόδια της να τρέμουν από συγκίνηση. Έκατσε στο πολυθρονάκι του χολ και έκλαψε γοερά. Έβγαλε θαρρείς όλη της την στεναχώρια από μέσα της, λες και λυτρώθηκε από τις σκέψεις που έκανε τόσο καιρό και όλες τις οι απορίες απαντήθηκαν αμέσως. Πως ότι όμορφο κάποια στιγμή τελειώνει, μα δεν έχει τόσο αξία το τέλος, όσο η διάρκεια. Να ζήσεις καλά μέχρι η ζωή να σου ανοίξει το επόμενο παράθυρο, καθώς σου κλείνει την πόρτα. Και έτσι θα γινόταν. Έτσι η ζωή σε λίγο θα άνοιγε στην Σόφι ένα παράθυρο και θα άλλαζε άρδην τα πάντα.

Καθώς σκούπιζε τα μάτια της στο βάθος του διαδρόμου παρατήρησε πως η πόρτα που οδηγούσε στην σκάλα της σοφίτα ήταν ανοιχτή. Δεν είχε δει ποτέ αυτήν την πόρτα ανοιχτή και ήταν ελάχιστες οι φορές που είχε ανέβει εκεί. Στην ουσία ήταν η αποθήκη του σπιτιού. Ανέβηκε τις σκάλες διστακτικά. Στοιβαγμένα πράγματα παλιά παντού, παλιά έπιπλά, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, παλιά ρούχα, μια μυρωδιά μούχλας και κλεισούρας και μια αίσθηση υγρασίας παντού. Και εκεί στην άκρη της σοφίτας, κάτω ακριβώς από το παράθυρο το παλιό σεντούκι της γιαγιάς.

Δεν είχε ποτέ κοιτάξει μέσα του. Ίσως είχε κάποια προσωπικά της αντικείμενα και θα ήθελε να έχει κάτι από αυτήν σκέφτηκε. Το άνοιξε με λαχτάρα. Κάποια παλιά καπέλα, ένα ζευγάρι γάντια, και ένα κουτί ξύλινο. Πήρε το κουτί στα χέρια της και το άνοιξε. Καρτ ποστάλ και ένα γράμμα... Τις κράτησε στο χέρι της και αυτό που διάβασε θα την σόκαρε. Ήταν καρτ ποστάλ από τον πατέρα της προς τη μάνα της από τα ταξίδια του. Γραμμένα με ύφος συμπάθειας αλλά κρατώντας μια απόσταση ευπρέπειας.

Αγαπημένη μου Κατερίνα, σου στέλνω από την Γιοκοχάμα. 
Όλα εδώ βαίνουν καλώς. 
Το ίδιο εύχομαι και για σένα. 
Με αγάπη.
Γιώργος

Όλες πάνω κάτω με αυτό το περιεχόμενο. Λίγες λέξεις, επαναλαμβανόμενες και τυποποιημένες. Δέκα κάρτες από διάφορα μέρη, που ξεκινούσαν ημερολογιακά περίπου δυο χρόνια πριν γεννηθεί και σταματούσαν λίγο πριν την γέννηση της.

Η απορία της διάχυτη. Γιατί η μητέρα της δεν της είχε αναφέρει ποτέ πως είχε κάτι από τον πατέρα της. Έστω αυτές τις κάρτες. Και αυτό το γράμμα; Η ημερομηνία μαρτυρούσε πως η μητέρα της το είχε λάβει λίγο μετά αφότου γεννήθηκε. Μα πως ήταν δυνατόν; Αφού ο πατέρας της πέθανε πριν γεννηθεί. Άνοιξε το φάκελο με χέρια τρεμάμενα. Φοβόταν για το τι θα διαβάσει.

Αγαπητή μου Κατερίνα. 
Εύχομαι να είσαι καλά και εσύ και η κόρη μας. Σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως θα αναβάλω την επιστροφή μου και έτσι αναγκαστικά θα πρέπει να αναβληθεί και ο γάμος. Το ξέρω πως με περίμενες αλλά δυστυχώς ούτε αυτή τη φορά μπορώ να τα καταφέρω. Μόλις πιάσω λιμάνι και μπορέσω θα σου τηλεφωνήσω για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα και ελπίζω να τα καταλάβεις.
Με αγάπη 
Γιώργος

Το βλέμμα της πάγωσε, η ανάσα της κόπηκε. Κάθισε στο σκονισμένο πάτωμα της σοφίτας. Η ζωή και όλα αυτά που ήξερε χρόνια μέσα σε μια στιγμή γκρεμίστηκαν. Μια πόρτα έκλεισε ερμητικά και ένα παράθυρο, εκεί στην ανήλιαγη σοφίτα, άνοιξε...


ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Ο κρότος του παραθύρου που άνοιξε βίαια απ’ τον άνεμο και τη βροχή που είχε δυναμώσει τώρα αισθητά, την επανέφερε στην πραγματικότητα: σηκώθηκε απ’ το πάτωμα τρομαγμένη και προσπάθησε να το κλείσει. Απόλυτη ησυχία απλώθηκε και πάλι στον χώρο. Μουδιασμένη και χωρίς να μπορεί να συγκεντρώσει τη σκέψη της κάπου, ακούμπησε τα ακροδάχτυλά της στο τζάμι που αναμετριόταν με το νερό τ’ ουρανού.

Η εικόνα του χωριού που ίσα ίσα διακρινόταν πίσω απ’ τη βρεγμένη επιφάνεια ξαφνικά της ζέστανε την ψυχή. Ό, τι και να είχε συμβεί, εκεί μεγάλωσε. Σ’ αυτά τα δρομάκια περπάτησε, έπαιξε, έζησε. Πόσες αναμνήσεις ξυπνούν μ’ έναν χώρο, πόσες αισθήσεις κι αισθήματα, λες κι η αύρα του τρυπώνει μέσα σου, σε καθίζει κάτω και σου διηγείται ιστορίες…

Η Σόφη έστρεψε το βλέμμα της ξανά προς το σεντούκι. Το πλησίασε και έπιασε στα χέρια της ξανά τις καρτ ποστάλ και το γράμμα του πατέρα της, με την καρδιά της λιωσμένη απ’ τη συγκίνηση. «Γιώργος»…

Ένας Γιώργος που δεν αγαπήθηκε αρκετά. Που η ίδια του η κόρη, το αίμα του, δεν τον αγάπησε αρκετά. Δεν λάτρεψε τη μορφή του, δεν τον αναζήτησε στο πλήθος, δεν ανακουφίστηκε στην αγκαλιά του ποτέ. Δεν μύριζε πώς μυρίζουν τα ρούχα του μετά την εργασία στην αυλή. Δεν άκουσε τη φωνή του να σχηματίζει τ’ όνομά της, δεν τη μάλωσε, δεν έκλαψε κι εκείνη εξ αιτίας του ποτέ. Δεν τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό στο σπίτι μετά τη δουλειά, δεν του χάρισε δώρα, δεν τον είδε να κοιμάται. Δεν τον ερωτεύτηκε όπως κάθε κορίτσι ερωτεύεται, θαυμάζει τον πατέρα του. Δεν καυχήθηκε για εκείνον. Δεν τον λογάριασε πριν τις πράξεις της που τελικά την πόνεσαν. Δεν τον είχε εκεί για να τη συμβουλέψει. Ή για να της πει έναν αγαπημένο λόγο παρηγοριάς.
«Με αγάπη, Γιώργος»…

Η Σόφη ένιωθε εγκλωβισμένη σ’ ένα μεγάλο ρολόι, να σκοντάφτει στους δείκτες του καθώς εκείνοι γυρίζουν προς τα πίσω, πίσω και πίσω. Πίσω σ’ ένα παρελθόν, μιας αγάπης χωρίς μυρωδιά που όμως, τώρα γινόταν απτή. Τα γράμματα αυτά, με τον γραφικό χαρακτήρα του χεριού του ανθρώπου που –μισά, την αποτελεί, ήταν επιτέλους κάτι χειροπιαστό από εκείνον. Ένα κομμάτι του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μητέρα της δεν της είχε αναφέρει τίποτα γι’ αυτά τα γράμματα, όμως εκείνες τις στιγμές η απορία αυτή δεν την απασχολούσε τόσο, όσο η ανακάλυψή της η ίδια. Το σώμα της ανακάλυψης, που ήταν ό, τι πιο κοντινό σε σώμα είχε από εκείνον. Από τον Γιώργο… τον πατέρα της. Τον πατέρα της τον Γιώργο. Που ήταν άνθρωπος κι αυτός, είχε υπάρξει. Και ποτέ της πριν δεν είχε μπει στη διαδικασία ν’ αναρωτηθεί για εκείνον τίποτε. Όσα της έλεγαν, τα ελάχιστα εκείνα, της ήταν αρκετά. Πώς μπόρεσε;

Μ’ ευλάβεια ανασήκωσε και διάβασε όλες τις κάρτες και το γράμμα ξανά και ξανά, ώσπου σχεδόν το απομνημόνευσε. Ύστερα έκλεισε το σεντούκι αφήνοντάς τα απ’ έξω, τα κράτησε μετά στην αγκαλιά της και προχώρησε έξω από τη σοφίτα. Πώς είχε γίνει και είχε ανέβει τόσο ελάχιστες φορές στη ζωή της σε αυτή την αποθήκη; Βρισκόταν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, κι όμως ποτέ δεν θυμάται να είχε δουλειά εκεί πάνω. Δεν τύχαινε, δεν συνέβαινε. Της πέρασε από το μυαλό πως ίσως είναι πολλά τα ύποπτα, τα «περίεργα», αυτά που δεν παρατηρούσε ότι συνέβαιναν, τελικά.

Αφού διέσχισε και πάλι τον διάδρομο που οδηγούσε στο καθιστικό, ακούμπησε με την πλάτη στο σκονισμένο σκρίνιο της μάνας της, το καλυμμένο με ένα λευκό σεντόνι με σχέδια, και διάβασε τις κάρτες άλλη μία φορά. Ωστόσο το περιεχόμενό τους δεν άλλαζε, κι ούτε μπορούσε κανείς με τις αναγνώσεις να διακρίνει κάτι πίσω απ’τα γραμμένα. Ήταν τυπικά γράμματα, που εξηγούσαν σύντομα ότι ήταν όλα εντάξει και σπάνια, όταν αποφάσιζε να είναι λιγότερο φειδωλός στα λόγια, έγραφε και μία κουβέντα για κάποιο επεισόδιο με τους συναδέλφους του, στο πλοίο με το οποίο διέσχιζε τις θάλασσες. Τα μάτια της Σόφης έτσουξαν στην υπενθύμιση του τρομακτικού τέλους του, να τον παρασύρει η θάλασσα έξω από το πλοίο και να χαθεί από προσώπου γης, μες στα κύματα… Τραγικό και θλιβερό. Ξανακοίταξε τις ημερομηνίες.

Το τελευταίο χρονολογικά γράμμα του Γιώργου στη μητέρα της έφτασε στα χέρια της μετά τη γέννηση της ίδιας. Ήταν ξεκάθαρο, ο Γιώργος γνώριζε για τον ερχομό της κόρης του και ρωτούσε μάλιστα εάν ήταν καλά. Τα κομμάτια δεν ενώνονταν. Ο πατέρας της είχε ήδη χαθεί όταν γεννήθηκε εκείνη, έτσι γνώριζε όλη της τη ζωή. Δεν μπορεί. Η μητέρα και οι παππούδες της ήταν απόλυτα κάθετοι σε αυτό, το είχαν δηλώσει και δεν υπήρχε καν λόγος ή περίπτωση αμφισβήτησης. Η Σόφη δεν μπόρεσε να γνωρίσει τον πατέρα της γιατί απλούστατα, δεν τον πρόλαβε εν ζωή. Πώς θα μπορούσε τώρα, το πράγμα να είναι αλλιώς; Γιατί η μητέρα της να της είχε αποκρύψει οτιδήποτε; Και γιατί να διαστρέβλωσε την πραγματικότητα;

Ξαφνικά αισθάνθηκε προδομένη, ξεγελασμένη. Μόνη της. Ακούμπησε τη ματιά της γρήγορα ολόγυρα στο καθιστικό και σκέφτηκε πόσα μυστικά μπορεί να κρύβονταν στις ανήλιαγες γωνιές που εκείνη πάντα προσπερνούσε. Πόσα ακόμη; Δεν μπορούσε να καταλάβει, δεν μπορούσε να εξηγήσει, δεν μπορούσε να φανταστεί. Κι ούτε να δικαιολογήσει. Δεν χωρούν ψέματα σε μία δεμένη οικογένεια. Αν χωρούν, αυτομάτως οι δεσμοί κλονίζονται. Τα θεμέλια σκουριάζουν. Ταρακουνιούνται. Αλλάζουν τα πράγματα, οι σκέψεις. Η θεώρηση.

Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μία την άλλη κι όμως κανένα σενάριο που έπλαθε με την φαντασία της δεν την κάλυπτε. Περπατούσε πάνω κάτω με το τελευταίο γράμμα του πατέρα της στα χέρια, ώσπου έφτασε και πάλι στη σοφίτα και κοίταξε τριγύρω μουδιασμένη.

Μια ξαφνική συνειδητοποίηση την έκανε να ανατριχιάσει. Το σεντούκι της γιαγιάς μπροστά της ορθωνόταν βαρύ, σκονισμένο και σκουριασμένο σε σημεία. Πάνω του σκαλισμένα σχέδια και παραστάσεις λουλουδιών, το καθιστούσαν αμιγώς γυναικείο. Κι έκρυβε, ομολογουμένως, γυναικεία μυστικά. Μυστικά τα οποία γυναίκες γνωρίζουν συνήθως. Και κινούν τα νήματα αναλόγως. Προσπαθώντας να μετρήσουν τις καταστάσεις και να λιγοστέψουν τον αριθμό των πληγέντων.

Το σεντούκι της γιαγιάς. Εκεί βρήκε τα γραμμένα χνάρια του πατέρα της η Σόφη πριν από λίγη ώρα. Μες στο σεντούκι της γιαγιάς. Γιατί; Γιατί εκεί; Δεν απευθύνονταν στη γιαγιά τα γράμματα. Δεν αποζητούσε εκείνης την απάντηση ο Γιώργος. Δεν χαιρέτιζε εκείνη, δεν ανησυχούσε για εκείνη, δεν ανυπομονούσε να γυρίσει σ’ αυτήν. Δεν ήταν αυτή η μάνα του νεογέννητου παιδιού του. Δεν ήταν αυτή στην οποία ποθούσε να επιστρέψει, να χτίσουν τη ζωή και να στηρίξουν την οικογένειά τους μαζί.

Γιατί βρίσκονταν οι κάρτες και το γράμμα στο σεντούκι της γιαγιάς και όχι σε κάποιο συρτάρι της μητέρας της, για παράδειγμα; Τα είχε φυλάξει η ίδια η μητέρα της για κάποιον λόγο εκεί; Ή μήπως η γιαγιά; Και αν τα φύλαξε η γιαγιά εκεί, σε ποια χρονική φάση το έκανε; Τα είχε δει η κόρη της ήδη, ή μήπως έπεσαν στα χέρια της πρώτα και αποφάσισε εκείνη για την τύχη τους; Αυτό θα σήμαινε πως η γιαγιά τα έκρυψε στο σεντούκι, δεν τα φύλαξε στο σεντούκι…

Μα το γιατί να το κάνει αυτό παρέμενε αναπάντητο. Ίσως να μην τον ήθελε τον Γιώργο η γιαγιά, τον τυχαίο ναυτικό αυτό που σύναψε σχέση με την κόρη της και την άφησε έγκυο μόνο και μόνο για να την εγκλωβίσει σε μία ρουτίνα αναμονής, αγωνίας και μοναξιάς. Ίσως να μην ήθελε η γιαγιά τέτοια ζωή για την κόρη της. Ίσως να προσπάθησε να την απομακρύνει από εκείνον κι αφού είδε και απόειδε, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Είχε όμως τέτοιο δικαίωμα; Έχει ο καθένας δικαιοδοσία να ορίζει τη ζωή των άλλων, ακόμη κι αν πρόκειται για τη ζωή των ίδιων του των παιδιών; Έχει ο καθένας μερτικό στις αποφάσεις που παίρνει ο Θεός για τον καθένα;

Η Σόφη αντιλαμβανόταν ότι το συμπέρασμα που έβγαλε για τη γιαγιά της ήταν μεν βάσιμο αλλά όχι σίγουρο. Το γράμμα θα μπορούσε να έχει καταλήξει στο σεντούκι της για κάθε αθώο λόγο. Αλλά και για κάθε ένοχο… Το σίγουρο είναι ότι ο πατέρας της δεν είχε πεθάνει ακόμα όταν εκείνη γεννήθηκε. Και ίσως, πάλι ίσως, να μην είχε πεθάνει καν, ποτέ… Γιατί όχι; Πώς ήξερε τώρα στα σίγουρα ότι ο πατέρας της δεν ζούσε, βαθιά ηλικιωμένος αλλά ζωντανός;

Τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν και το στόμα της ήταν στεγνό. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τι να πιστέψει. Τι να κάνει. Είχε άλλωστε χάσει τόσο τη γιαγιά της όσο και τη μητέρα της και δεν μπορούσε να τους γυρέψει απαντήσεις.
Δεν ήξερε από πού να αρχίσει…


ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΔΡΑΣΗ...

Η Σόφη στεκόταν ώρα πολλή στη μέση του καθιστικού, μην μπορώντας να αντιδράσει. Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά, σαν πολύτιμο θησαυρό τις καρτ ποστάλ και το μοναδικό γράμμα του πατέρα της που είχε βρει εκείνο το πρωινό στη σοφίτα του πατρικού της.

Επεξεργάστηκε τις πληροφορίες που γνώριζε πια. Πληροφορίες που κρατήθηκαν για κάποιο λόγο κρυφές μέχρι τώρα στη ζωή της. Πληροφορίες που αφορούσαν την ίδια της τη ζωή.. Που χρειάστηκε να γυρίσει πίσω στο χωριό για να τις βρει, σπρωγμένη από ένα παιχνίδι της τύχης άραγε; Αλήθεια τι ήταν αυτό που την έσπρωξε να γυρίσει εκείνο το βροχερό πρωινό στο σπίτι που είχε εγκαταλείψει, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της, πέντε ολόκληρα χρόνια;

"Γιώργος Αγγέλου! 
Αθηναίος, ορφανός και μοναχοπαίδι. 
Ασυρματιστής, σε εμπορικό πλοίο".

Τουλάχιστον έτσι της είχαν πει! Στις καρτ ποστάλ είχε ονόματα λιμανιών, πλοίων και ημερομηνίες. Ήταν το πρώτο χειροπιαστό στοιχείο που είχε! Ο πατέρας της ήταν όντως ναυτικός. Και δεν είχε πεθάνει τότε που της είχαν πει. Άρα; Μπορεί να της είχαν πει κι άλλα ψέματα; Μπορεί να ζούσε;

Δεν μπορούσε να μην αισθάνεται θυμό. Απογοήτευση από τους δικούς της ανθρώπους. Προδοσία και ακύρωση! Ένιωθε ζαλισμένη και μια ανακατωσούρα στο στομάχι. Έψαξε για το μπάνιο. Ένιωθε πως ήθελε να ξεράσει όλη αυτή την πικρία. Να βγάλει από μέσα της την οργή! Να αδειάσει! Έτριξαν τα υδραυλικά καθώς προσπάθησε να ανοίξει τη βρύση, για να ξεπλυθεί. 
"Όλα σκουριάζουν αν δεν τα χρησιμοποιείς" σκέφτηκε ασυναίσθητα! Το μπάνιο μύριζε υγρασία, το σπίτι απουσία.Κι όλα γύρω της φώναζαν "εγκατάλειψη"! Δεν ήθελε να μείνει για πολύ εκεί. Ένιωθε ξένη. Και μόνη! Πολύ μόνη!
Κοιτούσε τα δωμάτια στα οποία πέρασε τα παιδικά της χρόνια και έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο! 
"Ευτυχισμένα"! 
Όλα ήταν ένα ψέμα! 
"ΨΕΜΑ! Όλη η ζωή μου ένα τεράστιο ψέμα..." φώναξε με όλη της τη δύναμή!

Όταν μετά από κάμποση ώρα καταλάγιασε μέσα της ο θυμός, καυτά δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Της έλειπε ο παππούς. Ήταν εξάλλου για αυτή ο πατέρας που δεν γνώρισε! Αυτός που της έμαθε να μετράει, να έχει αρχές, να αγαπάει την αλήθεια ... Πώς μπόρεσε κι αυτός να της πει ψέματα;

Κάποια στιγμή, αναγκαστικά, σηκώθηκε. Δεν μπορούσε να μείνει στιγμή περισσότερο εκεί που πονούσε. Σκέφτηκε τη θεία. Να πάει να της δείξει τα ευρήματα, να τη ρωτήσει. Κι όμως, όταν βγήκε έξω στο μικρό έρημο και λασπωμένο δρομάκι, με τα 28  αγέροχα κυπαρίσσια, άλλαξε γνώμη. Τελικά θέλησε να αποφύγει τη συνάντηση με τη θεία. Ποτέ της εξάλλου δεν τη συμπάθησε! Της προκαλούσε φόβο η θεία, η πολύ μεγαλύτερη και μονάκριβη αδερφή της μητέρας της. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο αδερφές. Όσες φορές κι αν είχε ρωτήσει δεν είχε καταφέρει να μάθει γιατί υπήρχε πάντα στον αέρα κάτι περίεργο ανάμεσά τους. Βλέμματα που πετούσαν φωτιές, παρ' όλο που φανερά συνέχιζαν να μιλούν. 

Ναι, την τρόμαζε η θεία με την αγριωπή ματιά! Όπως αθόρυβα ήρθε, έτσι αθόρυβα χάθηκε λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά!

Πέρασαν δύο βδομάδες απραξίας, από κείνη την αποφράδα μέρα. 
Ζούσε την καθημερινότητά της, πήγαινε στη δουλειά, γυρνούσε, διάβαζε, έβλεπε καμιά ταινία και φτου και πάλι από την αρχή την άλλη μέρα. Δεν είχε δει κανέναν άλλον, πέρα από τους συναδέλφους της -  κι αυτούς αναγκαστικά. Αν μπορούσε, όλους θα τους είχε αποφύγει.

Προσποιούνταν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Δεν ήταν αλήθεια όμως! Όλα είχαν αλλάξει. Σε μια στιγμή! 
"Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος! " συνήθιζε να λέει η μαμά της. Πόσο δίκιο είχε! Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα όταν απρόσμενα πήρε την απόφαση. Έφτιαξε καφέ κι άνοιξε τον υπολογιστή της.Έπρεπε κάτι να κάνει. Να αναλάβει δράση. Δεν άντεχε άλλο κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους. Μακριά από τον κόσμο. Έπρεπε επιτέλους κάτι να κάνει!

Το αποφάσισε! Θα έψαχνε για ιδιωτικό ερευνητή. Κοινώς ντετέκτιβ. Ίσως αν απευθυνόταν σε έναν ντετέκτιβ με τις πληροφορίες από τις καρτ ποστάλ ίσως έβγαζε κάποια άκρη! Από το μυαλό της πέρασε και η εκπομπή "έχεις πακέτο", αλλά έδιωξε τη σκέψη όπως της ήρθε! Δεν ήταν έτοιμη για δημόσια έκθεση, να την έβλεπε σύσσωμο το χωριό. Πώς θα αντιμετώπιζε στον αέρα μια αλήθεια που δεν ήξερε καν ποια θα μπορούσε να είναι;

Το άλλο απόγευμα βρισκόταν στο γραφείο του κυρίου Ιωάννου! Είχε επιλέξει να φορέσει μια γκρι καμπαρτίνα και ένα μαύρο πλεχτό καπελάκι. Να είναι λίγο μυστήρια, λίγο μοιραία! 
"Ακριβώς όπως στις ταινίες" σκέφτηκε. Μόνο που τώρα πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια! 
Εξήγησε όσο πιο καλά μπορούσε την κατάσταση στον ερευνητή και του παρέδωσε τα ευρήματα της σοφίτας. Ο ερευνητής δεν της έδωσε πολλές ελπίδες, ούτε όμως την αποθάρρυνε. 
"Ίσως αυτός είναι ο ρόλος του σε αυτή τη φάση", συλλογίστηκε. Θα της τηλεφωνούσε όταν θα είχε νεότερα.

Μετά από λίγο, περπατούσε στον άδειο δρόμο παρέα με τη μοναξιά και τις σκέψεις της... Τι προσδοκούσε; Ποια απάντηση θα ήθελε να έρθει από τα χείλη του ντετέκτιβ; Ήθελε να έχει άραγε απάντηση ή θα προτιμούσε να της πει  "Δυστυχώς κυρία Μιχαήλ, δεν κατάφερα να βρω την άκρη σε αυτό το κουβάρι. Είναι ανώφελο να ψάχνουμε."

Δεν υπάρχει πιο ανυπόφορη κατάσταση από την αναμονή... Ξαναζούσε πάλι τις ημέρες απραξίας, τη μουντή καθημερινότητα, την απομάκρυνση από όλους τους φίλους! Τη μοναξιά!

Πόσο θα κρατούσε αλήθεια η αναμονή;


ΔΙΕΞΟΔΟΙ

Πέρασαν σχεδόν τρεις ημέρες από τότε που είχε επισκεφτεί τον κ. Ιωάννου, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ στο γραφείο του. Η ζωή και η καθημερινότητά της, αν κάποιος την παρακολουθούσε, δεν θα έβλεπε πως κυλά διαφορετικά απ' ότι πριν από εκείνη την ημέρα και την ξαφνική της ανάγκη να βρεθεί στο χωριό και στο πατρικό της σπίτι. Ωστόσο ο εσωτερικός αθέατος κόσμος της Σοφίας ήταν τόσο διαφορετικός που ακόμη και η ίδια δεν μπορούσε να εντοπίσει κανένα στοιχείο από τον παλιό της εαυτό. 

Μέσα στο μυαλό της γινόταν ένας πόλεμος που στις μάχες του άλλες φορές έβγαινε κερδισμένη και έβλεπε θετικά τα τελευταία γεγονότα της ζωής της και άλλες πάλι έβγαινε ηττημένη, λαβωμένη από τα ψέματα και την υποκρισία τόσων ετών. Και από τα μικράτα της ακόμη θυμάται πως αυτά τα δύο στοιχεία δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί. Ήταν κάτι που της προκαλούσε αποστροφή, κάτι πάνω από τον εαυτό της. Απέρριπτε με μιας οποιονδήποτε έπεφτε στην αντίληψή της πως της έλεγε ψέματα κι ας είχε και τους λόγους του. Και η υποκρισία της προκαλούσε δυσάρεστο συναίσθημα. Απομακρυνόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή από τα ανασφαλή άτομα και από όσους υποκρίνονταν γιατί ο φόβος, μην τυχόν και απορριφθούν από το σύνολο, τους κρατούσε καθηλωμένους σε μια εικονική πραγματικότητα. 

Και τώρα είχε ανακαλύψει πως όλα αυτά τα χρόνια η οικογένειά της η ίδια, τα άτομα που ήταν ότι πιο πολύτιμο στη ζωή υπήρχε για εκείνην, την μεγάλωναν μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον γεμάτο από αυτά τα στοιχεία. 

Η εργασία, οι δραστηριότητες και οι κοινωνικές της υποχρεώσεις, καθώς επίσης και οι συναντήσεις της με τον σύντροφο της ζωής της, τον Ορέστη, αν και η ίδια βίωνε έντονα μιαν εσωτερική αναστάτωση, συνεχιζόντουσαν στο ίδιο μοτίβο, στους ίδιους ρυθμούς. Ο Ορέστης όσο κι αν καταλάβαινε πως κάτι συνέβαινε το τελευταίο διάστημα στην Σοφία, κάθε φορά που "χανόταν" την άφηνε να βυθίζεται στις σκέψεις της ξέροντας πόσο ανάγκη είχε αυτά τα μοναχικά της ταξίδια. Μια και μοναδική φορά στις αρχές, στην ερώτησή του αν κάτι την απασχολεί, ήρθε η απάντηση της Σόφης να του δώσει να καταλάβει πως δεν ήθελε ακόμη να μοιραστεί μαζί του αυτό της το πρόβλημα. Την ήξερε τόσο καλά άλλωστε. Λειτουργούσε και αντιμετώπιζε τόσο παράδοξα μόνη τα προβλήματά της, και αν ένιωθε πως πιέζεται απομονωνόταν ακόμη περισσότερο. Είχε πολύ υπομονή μαζί της γιατί τα αισθήματά του γι' αυτήν ήταν δυνατά και αυθεντικά και κάποιο βράδυ, βλέποντάς την και πάλι να χάνεται, δεν άντεξε. "Όταν είσαι έτοιμη γλυκιά μου, θα είμαι εδώ να σε ακούσω, ό,τι κι αν σου συμβαίνει, πάρε το χρόνο σου", της είπε και έμεινε σ' αυτή του την κουβέντα που ήταν βάλσαμο για την ψυχή της. 

Έγειρε τότε η Σοφία στην αγκαλιά του και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της. Δάκρυ που πρόλαβε εκείνος να σκουπίσει πριν ακουμπήσει τα χείλη του στο μέτωπό της. Την στιγμή εκείνη ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο δίπλα στον Ορέστη κι εκείνος άπλωσε το χέρι του και το σήκωσε. "Την κ. Μιχαήλ σας παρακαλώ", ακούστηκε μια αντρική φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. "Μισό λεπτό", απάντησε ο σύντροφός της και της έδωσε το ακουστικό. Η έκπληξη του Ορέστη ήταν μεγάλη όταν είδε την αλλαγή στην εικόνα της Σοφίας. Είχε ξαφνικά χάσει το χρώμα της και ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος γι' αυτήν. Άκουγε ασάλευτη την αντρική φωνή στο τηλέφωνο να της μιλά και δεν αντιδρούσε. Ένα ευχαριστώ πολύ μόνο κατάφερε να πει λίγο πριν κλείσει το ακουστικό και σωριάστηκε στον καναπέ πιο χλωμή ακόμη. "Τι συμβαίνει κορίτσι μου; Ανησυχώ. Δεν θέλω να σε πιέζω μα μην το περνάς μόνη σου ότι κι αν είναι", της είπε και την αγκάλιασε πιο σφιχτά από πριν. 

Το ξέσπασμά της σε κλάμα ήρθε αβίαστα και λυτρωτικά και εξελίχθηκε σε λυγμούς που δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει. Την άφησε εκεί στην αγκαλιά του μέχρι να κοπάσει η ανταριασμένη της ψυχή, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά και σκουπίζοντάς της πότε πότε τα μάτια. Αφού ηρέμησε αρκετά η Σοφία του εξιστόρησε όσα το τελευταίο διάστημα προσπαθούσε συναισθηματικά να διαχειριστεί. Αποσβολωμένος αυτός, όχι από τις εξελίξεις στη ζωή της Σοφίας, αλλά από το γεγονός ότι τον άφησε έξω από τα οδυνηρά γι' αυτήν γεγονότα, την ρώτησε τι ακριβώς είπε στο τηλέφωνο ο κ. Ιωάννου. "Τίποτα που θα μπορούσε να αξιολογηθεί ακόμη ως σίγουρο", του απάντησε. "Ήθελε απλώς να με ενημερώσει πως έχει εντοπίσει τρία άτομα με το ονοματεπώνυμο και το επάγγελμα του πατέρα μου, που βρίσκονται εν ζωή. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Πως ίσως ένα από αυτά τα άτομα είναι ο πατέρας μου!" είπε η Σόφη και ήταν σα να έκανε φωναχτά τη σκέψη της για να εμπεδώσει θαρρείς αυτά που έλεγε. 

Ο Ορέστης τώρα σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να βοηθήσει ουσιαστικά την σύντροφο της ζωής του. "Τώρα δεν είσαι μόνη σου σ' αυτό. Ησύχασε, είμαστε μαζί, όπου κι αν βγάλει" της είπε και της έδωσε ένα από εκείνα τα φιλιά που πρόδιδαν την αληθινή αγάπη του για εκείνη και το νοιάξιμό του. 

Της άρεσαν πάντα οι σύντομες προτάσεις του με την τελεία να μπαίνει έντονα και να αποπνέει σιγουριά και σταθερότητα στο λόγο του. Ο χρόνος που περνούσαν μαζί, ίσως να μην ήταν ο επιθυμητός λόγω υποχρεώσεων και των δυο τους, μα ήταν τόσο ουσιαστικός και ποιοτικός που γέμιζε τα κενά που δημιουργούσε ο χρόνος που ήταν χώρια. Παρ' όλο το δυναμισμό που έκρυβε αυτή η γυναίκα μέσα της στον επαγγελματικό τομέα και στον κοινωνικό της κύκλο, όταν βρισκόταν μαζί με τον Ορέστη, άφηνε ελεύθερο έναν ευάλωτο εαυτό, ένα ευαίσθητο παιδί που τόσο καλά έκρυβε από όλους, ακόμη και από τον ίδιο της τον εαυτό πολλές φορές. 

Άργησε βέβαια να απελευθερωθεί, να αφεθεί και να ξεγυμνώσει την ψυχή της σ' αυτόν, μα τώρα τον εμπιστευόταν όσο κανέναν άλλον. Ήταν ο πατέρας, ο αδελφός, ο εραστής και ο καλύτερός της φίλος. Ήταν ότι χρειαζόταν για να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη και αντοχή για ότι η μοίρα της επιφύλασσε, απ' όσο η φύση την προίκισε. Η ζωή τελικά ήταν πολύ γενναιόδωρη μαζί της στο θέμα του συντρόφου. Ο Ορέστης κατάφερε να αποκτήσει όχι μόνον την εμπιστοσύνη της αλλά και την ολοκληρωτική παράδοση της καρδιάς της, πράγμα το οποίο φάνταζε ανέφικτο μετά από την μικρή της εμπειρία με το αντίθετο φύλλο. 

Οι λιγοστοί άντρες της ζωής της, είχαν αφήσει όλοι τους ανεξίτηλα τα σημάδια τους επάνω της και όταν αυτός βρέθηκε στο δρόμο της ζωής της ήταν ήδη πολύ πληγωμένη, και αποφασισμένη να αφιερώσει στο εξής χρόνο μόνο για να γνωρίσει και να αγαπήσει τον εαυτό της και όχι να αναλωθεί σε έναν καινούριο έρωτα. 

Τον Ορέστη τον γνώρισε σε μια γκαλερί ζωγραφικής όπου βρέθηκε τυχαία, μιας και για αλλού είχε ξεκινήσει να πάει και αλλού οι συγκυρίες την οδήγησαν. Και όπως συμβαίνει συνήθως με τους μεγάλους έρωτες, η συνάντησή τους προέκυψε αναπάντεχα μετά από μια σύμπτωση πραγμάτων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Τόσο φυσικά και απλά έγινε η γνωριμία τους και τόσο φυσικά και απλά, μετά από σχετικά μικρό διάστημα, ξεκίνησε η σχέση τους, που αν νοερά ανέτρεχε πίσω, θα έβλεπε πως δεν μπορούσαν παρά αυτοί οι δυο άνθρωποι να γεννήθηκαν για να είναι μαζί. Ο αμοιβαίος θαυμασμός και εμπιστοσύνη, καθώς επίσης και ο σεβασμός της διαφορετικότητας του ενός προς τον άλλον, ήταν τα σημαντικότερα στοιχεία που μπήκαν στα θεμέλια αυτής της σχέσης και που μέρα τη μέρα την δυνάμωναν και την θωράκιζαν από τις αντιξοότητες της ζωής και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Τίποτα δεν χωρούσε ανάμεσά τους και ενδόμυχα το ήξεραν και ήταν ήρεμοι σ' αυτήν την σχέση. Και όταν έχεις έναν τέτοιο σύντροφο, σκεφτόταν η Σοφία, όλα παλεύονται, όλα αντέχονται. Αναστέναξε λοιπόν με ανακούφιση σ' αυτή της την σκέψη και αποφάσισε να αφεθεί στο χρόνο να την οδηγήσει όπου εκείνος έμελλε να την οδηγήσει.

Το επόμενο πρωί άργησε να πάει στη δουλειά της. Ήξερε πως ο Διευθυντής στην Τράπεζα όπου εργαζόταν θα την κάλυπτε αν του το ζητούσε. Βέβαια δεν ήθελε να υποχρεώνεται για κανένα λόγο ούτε στο συγκεκριμένο άτομο, ούτε στους συναδέλφους της στη δουλειά γιατί αν και οι σχέση της μαζί τους ήταν φιλικές και κυλούσαν ομαλά, κάτι όμως απροσδιόριστο στον αέρα αιωρείτο. Θα έλεγε κανείς πως της συμπεριφερόταν με τέτοιο τρόπο που πρόδιδε πως ήξεραν για το μέσον που είχε βάλει προκειμένου να μπει στην Τράπεζα και να αρχίσει σιγά σιγά να αναρριχάται. Μα αυτό δεν ήταν αλήθεια. Αν και αυτό εισέπραττε από τις συμπεριφορές τους, η αλήθεια ήταν πως δεν είχε κανένα μέσον να την βοηθήσει, αλλά ακόμη κι αν είχε δεν θα καταδεχόταν ποτέ να το χρησιμοποιήσει. Ήταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, και το πλούσιο βιογραφικό της συνέβαλε γι' αυτή της την σιγουριά. Αντιπροσώπευε πλήρως τα προσόντα της και τον ανήσυχο, εργατικό και δημιουργικό χαραχτήρα της. 

Ο ζήλος της για την δουλειά και ο ευγενικός της τρόπος που αντιμετώπιζε τους πελάτες της Τράπεζας, σε πολύ μικρό διάστημα την βοήθησαν να γίνει Προϊσταμένη Ταμείων, πράγμα το οποίο ορισμένους από τους συναδέλφους της τους έκανε να προβληματιστούν και να κάνουν αρνητικά σχόλια, πάντα πίσω από την πλάτη της, και άλλους παλι να την θαυμάσουν με ένα κρυφό αίσθημα ζήλιας. Επομένως η θέση της στην Τράπεζα, όσα σκαλοπάτια κι αν ανέβαινε, θα ήταν αφενός μεν κατώτερη των προσδοκιών της και των ικανοτήτων της αφετέρου δε, πάντα θα αισθανόταν στον εργασιακό της χώρο ένα απροσδιόριστα περίεργο κλίμα, όσο σεβασμό και αν εισέπραττε από όλους. Συμβιβάστηκε με αυτήν τη δουλειά μετά από δυο χρόνια ανεργίας, δεδομένου ότι οι καιροί όπου η μοίρα την ήθελε να ζήσει τη ζωή της, ήταν δύσκολοι για όλους τους συμπατριώτες της και γενικότερα για όλη την ανθρωπότητα.

Εκείνο το πρωί όμως ήταν αλλιώς. Δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή πως θα υποχρεωνόταν στον ανώτερό της. Είχε ανάγκη να περάσει από το άλσος αναψυχής που βρισκόταν στο δρόμο προς τη δουλειά της. Είχε ανάγκη να βρεθεί άμεσα στη φύση, και μια απόδραση είτε προς τη θάλασσα είτε προς το βουνό δεν ήταν εφικτή μιας και ήταν μεσοβδόμαδα και δεν είχε μεριμνήσει για άδεια από την εργασία της. Πήρε λοιπόν τηλέφωνο στον διευθυντή της Τράπεζας και του ζήτησε ευγενικά να δικαιολογήσει την καθυστέρησή της. "Κάτι προσωπικό μου συμβαίνει κ. Δ/ντα και πρέπει να το λύσω άμεσα", του είπε. Ο δ/ντής την καθησύχασε."Εντάξει κ. Μιχαήλ, μην αγχώνεστε. Αν χρειαστεί πάλι, μπορείτε να λείψετε όλη την ημέρα, ή ακόμη και να πάρετε άδεια και για κάποιες ημέρες. Ελπίζω πως δεν είναι κάτι σοβαρό", της είπε με ήπια φωνή.

 Η Σόφη όμως δεν θεώρησε την πρότασή του καλή ιδέα, αν και το είχε ανάγκη. Σκέφτηκε πως ίσως την άδειά της θα την χρειαζόταν αν ο κ. Ιωάννου ανακάλυπτε κι άλλα στοιχεία στο μέλλον. "Όχι κ. Δ/ντα, μην ανησυχείτε, το αργότερο σε δύο ώρες θα είμαι στη θέση μου. Σας ευχαριστώ για την κατανόηση." είπε, και τον χαιρέτισε διακριτικά λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνό της. Άλλωστε, σκέφτηκε, τις ώρες αυτές τις δικαιούμαι. Έπαιρνε τόση δουλειά επιπλέον απ' ότι της αναλογούσε αφενός γιατί την αγάπησε με το πέρασμα του χρόνου τη δουλειά της και αφετέρου γιατί στα όποια προβλήματα κατά καιρούς αντιμετώπιζε, η εργασιοθεραπεία ήταν η λύση και η διέξοδός της. Η εργασιοθεραπεία όμως ερχόνταν πάντα σε δεύτερη θέση στις διεξόδους της από τα δύσκολα που την καλούσε η ζωή να αντιμετωπίσει. Την πρώτη θέση, από τα μικράτα της ακόμη, κατείχαν οι αποδράσεις της στη φύση.


ΑΛΥΣΙΔΑ ΑΠΟ ΝΑΥΤΙΚΟΥΣ ΚΟΜΠΟΥΣ

Τι όμορφα που ένιωθε η Σόφη  περπατώντας στη φύση! Ήθελε να είναι μόνη, να καθαρίσει το μυαλό της από όλα τα ερωτήματα που αδυσώπητα την βομβάρδιζαν μέρα-νύχτα και απάντηση δεν έβρισκαν .
Ο καιρός ήταν θαυμάσιος, τα δέντρα μοσχοβολούσαν μετά το ξέπλυμα της  χθεσινής  βροχής, τα πουλιά τιτίβιζαν και το έδαφος μαλακό απορροφούσε τα βήματά της.
Μα τίποτε δεν έβλεπε κοιτώντας γύρω της. Οι σκέψεις της οργίαζαν. Οι ερωτήσεις έψαχναν τρόπο διαφυγής. Και εκείνη μάταια πάσχιζε να βάλει μια τάξη.

Να είναι ένας από τους τρεις ο πατέρας της; 
Άραγε πώς θα είναι; 
Θα θέλει να τη δει; 
Γιατί δεν έδωσε ποτέ σημεία ζωής; 
Γιατί δεν ενδιαφέρθηκε να βρει την κόρη που ήξερε ότι είχε;
Ή μήπως έψαξε και δεν το έμαθε και αυτό;
Άραγε ξανασυναντήθηκε με  τη μητέρα της ποτέ; 
Γιατί τόσα ψέμματα που την πλήγωναν;
Ήταν ηθελημένα ψέμματα ή εξαναγκάστηκαν να τα πουν; Όχι πως έχουν δικαιολογία  τα ψέμματα αλλά,  τι να συνέβη;
Θα μάθει ποτέ; 
Γιατί η μητέρα της δεν της μίλησε, δεν της είπε την αλήθεια, ακόμη και όταν έμαθε ότι θα φύγει από αυτή τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο;
Γιατί;
Απανωτές ερωτήσεις που ούρλιαζαν στο κεφάλι της... τελικά η βόλτα ίσως δεν ήταν καλή ιδέα. Ίσως έπρεπε να δουλέψει να ξεχαστεί. Τάχυνε το βήμα της αναστατωμένη. Μα γιατί δεν μπορούσε να ηρεμήσει και να δει ψύχραιμα τα πράγματα;

Ο Ορέστης  έδωσε τη δική του εξήγηση όταν του μίλησε .'' Χρειάζεσαι συντροφιά να μιλήσεις'', της είπε,'' να τα βγάλεις από μέσα σου. Έτσι το μόνο που κάνεις είναι να σκέφτεσαι τα ίδια τα  γεγονότα ξανά και ξανά χωρίς να μπορείς να ηρεμήσεις''. Το έβλεπε ότι είχε δίκιο,  όμως δεν έμαθε να μιλάει, να εξωτερικεύει όσα την απασχολούν. Δεν είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν καμιά  κατάσταση τόσο σημαντική για τη ζωή της. Ίσως θα έπρεπε να κάνει την αρχή...

Την άλλη μέρα δέχτηκε άλλο ένα τηλεφώνημα από τον κο Ιωάννου. Με το που άκουσε τη φωνή του, οι παλμοί της καρδιάς της επιταχύνθηκαν. Λες να τον βρήκε; Όταν τον ρώτησε, της είπε ένα '' θα τα πούμε από κοντά'' και έκλεισε... τι να σήμαινε αυτό;

Δώσανε ραντεβού στις 6 το απόγευμα.
Ο Ορέστης επέμενε να πάνε μαζί στον ντετέκτιβ. Πιασμένοι χέρι χέρι μπήκαν στο γραφείο του. Ο Κος  Ιωάννου, ένας πολύ σοβαρός κύριος, της φερόταν επαγγελματικά, αλλά το βλέμμα του όταν την κοιτούσε, ήταν διεισδυτικό, διερευνητικό.
Αφού έγιναν οι συστάσεις Ορέστη - ντετέκτιβ και αφού αρνήθηκαν τον καφέ που τους πρόσφερε, η Σόφη ανυπόμονα τον ρώτησε:
- Λοιπόν; Μιλήσατε και με τους τρεις Αγγέλου;
- Κα Μιχαήλ, σας είπα και την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε ότι η δουλειά μου είναι να βρω αυτό που ο πελάτης θέλει. Και δεν σταματώ μέχρι να τελειώσω όσο χρόνο και να πάρει.
Και με σας γι΄ αυτό  πληρώθηκα και αυτό θα γίνει. Θα βρω τον πατέρα σας να είστε σίγουρη.

-Δηλαδή μου λέτε εμμέσως ότι δεν ήταν κανείς από τους τρεις;
-Επισκέφθηκα και τους τρεις Αγγέλου. Κανένας τους δεν γνώριζε - όπως ισχυρίστηκαν - κάποια Κατερίνα Μιχαήλ την περίοδο που μας ενδιαφέρει, και  φυσικά αρνήθηκαν ότι έστειλαν τις καρτ ποστάλ.
-Ώστε κανένας... κανένας, μονολόγησε η Σόφη απογοητευμένη...
-Είπαν την αλήθεια άραγε; ρώτησε ο Ορέστης.
-Κα Μιχαήλ, κύριε Σωτηρίου, πιστεύω ότι είπαν την αλήθεια, γιατί δεν μου ταιριάζει η ηλικία, εκείνοι  είναι πολύ μεγάλοι. Εσείς κα Μιχαήλ μου είπατε, αν και δεν γνωρίζετε ημερομηνία γέννησης του πατέρα σας, ότι ο Γιώργος Αγγέλου θα είναι σε βαθιά γεράματα, αν ζει. Αλήθεια πώς έχετε καταλήξει σ' αυτήν την πεποίθηση; 

Η Σόφη ξαφνιάστηκε...
Μα πόσο χρονών να  ήταν άραγε; Δεν θα 'ταν ηλικιωμένος;
- Επειδή όμως εγώ έκανα τους δικούς μου υπολογισμούς για την ηλικία του, την υπολογίζω γύρω στα 60 με συν πλην λίγα χρόνια. Τι λέτε;.  
Η Σόφη τα έχασε. Μα γιατί σκέφτηκα ότι θα ήταν τόσο μεγάλος; 
Ο ντετέκτιβ συνέχισε  καταλαβαίνοντας την αμηχανία της
- Η μητέρα σας σπούδαζε όταν έμεινε έγκυος, είπατε. Και ήταν στα 21 όταν σας γέννησε. Άρα σήμερα  θα ήταν...
- Στα 50. Έφυγε νωρίς από τη ζωή!!
- Λυπάμαι! Η ασθένεια και ο θάνατος δεν υπολογίζουν ηλικίες, είπε σοβαρά ο κος Ιωάννου! 
Άρα  να υποθέσουμε ότι ο πατέρας σας, αν ζει, θα είναι  κοντά στα 60, υπολογίζοντας τα χρόνια στη σχολή του, τα χρόνια στρατού κλπ... δεν νομίζετε ότι είναι πιο λογική η ηλικία αυτή;
-Και αυτό σε τι σας βοηθάει; ρώτησε ο Ορέστης, ενώ η Σόφη κουνούσε αμήχανα το κεφάλι.
-Κα Μιχαήλ, κύριε Σωτηρίου, η ηλικία μας ενδιαφέρει γιατί μπορεί να εργάζεται ακόμη, αν και στο ΝΑΤ δεν βρήκα κανένα Αγγέλου εκτός από τους τρεις συνταξιούχους, αλλά και ούτε κάποιον ενεργό ναυτικό ασφαλισμένο. Κανένας άλλος Αγγέλου στο ΝΑΤ. Βέβαια μπορεί όντως να ταξιδεύει, αν και ως ασυρματιστής αποκλείεται αφού έχουν καταργηθεί οι ασυρματιστές στα πλοία, και να ταξιδεύει με πλοίο ξένης σημαίας που δεν είναι συμβεβλημένη με το  ΝΑΤ. Σκέφτηκα λοιπόν  και την ιδιωτική ασφάλιση. Το έψαξα. Ούτε και εκεί σταθήκαμε τυχεροί. 

- Μα τι σημαίνουν όλα αυτά; ρώτησε θορυβημένη η Σόφη. Μήπως... μήπως δεν ζει πλέον;
- Έψαξα και στο Ληξιαρχείο κα Μιχαήλ για πράξη θανάτου. Βέβαια υπάρχουν κάποιοι Αγγέλου αλλά αν ήξερα ηλικία ακριβώς και πατρώνυμο ή μητρόνυμο... θα περιόριζα την έρευνα.
 - Α... φώναξε η Σόφη.  Κοιτάξτε. Σοφία με βάπτισαν δίνοντάς μου το όνομα της μητέρας του πατέρα μου. Έτσι μου είχε πει η μητέρα μου, ως  ύστατο φόρο τιμής στη μνήμη  του-υποτιθέμενου- νεκρού πατέρα μου, είπε με πικρή ειρωνεία! Πώς μου διέφυγε και δεν σας το πα;  
Ο ντετέκτιβ ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του. 
-Κα Μιχαήλ ...κα Μιχαήλ τι άλλο έχετε ξεχάσει να μου πείτε;  Ώστε  σας έδωσε η μητέρα σας το όνομα της γιαγιάς σας από την πλευρά του πατέρα σας...χμ χμ αυτό δείχνει ότι η μητέρα σας σίγουρα δεν ήταν θυμωμένη μαζί του. Λογικό δεν είναι; Μήπως και εκείνη δεν γνώριζε ότι ήταν ζωντανός;
- Να κορόιδεψαν και τη μητέρα μου; Ο παππούς και η γιαγιά;  Ποιος;  Μα... είναι ανήκουστο, φώναζε η Σόφη, ανήκουστο!!!

Ο Ορέστης προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Της ψιθύριζε ήρεμα ότι υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο.  
- Ψέμματα, ψέμματα τόσα ψέμματα, μα γιατί; 
- Θα είχαν τους λόγους τους. Μην είσαι τόσο απόλυτη με την αλήθεια και το ψέμα αγάπη μου
- Κα Μιχαήλ η πείρα μου μου έχει διδάξει ότι ακόμη και κάποιο ψέμα ορισμένες φορές είναι προτιμότερο από κάποια αλήθεια. Θα το βρούμε κυρία μου, αλλά να είστε ψύχραιμη γιατί το κουβάρι που λέγεται παρελθόν σας δεν έχει ακόμη ξετυλιχθεί ούτε στο ελάχιστο. Ας συνεχίσουμε! Πρωί πρωί που θα ανοίξουν ξανά οι δημόσιες υπηρεσίες θα δώσω και το όνομα της μητέρας του πατέρα σας στο βοηθό μου, να δούμε τι θα βρούμε από τις πράξεις θανάτου.

Η Σόφη ανακάθισε. Το ήξερε ότι μπορεί να ήταν νεκρός μετά τόσα χρόνια ο πατέρας της, αλλά ήθελε τόσο να μάθει για το δικό της παρελθόν και εκείνος μόνο μπορούσε να της πει. ''Αλλά μόνο γι  αυτό θέλεις να είναι ζωντανός''; άκουσε μια φωνούλα μέσα στο μυαλό της! Την αγνόησε επιδεικτικά!

- Στην οικονομική διεύθυνση του Υπ Οικονομικών στο τμήμα εισοδήματος, τα ''μάτια και τα αυτιά '' μου βρήκαν έναν Αγγέλου που έχει δική του επιχείρηση με ηλεκτρονικά, έλεγε τώρα  ο ντετέκτιβ. Έχει την ηλικία που θέλουμε.
Μια στιγμή να κοιτάξω τα χαρτιά μου... Ώπα, αυτός ο Αγγέλου έχει όνομα μητρός Σοφία.
Πρέπει να τον επισκεφθώ. Αύριο, αύριο πρωί θα πάω στην επιχείρησή του. Έχω και διεύθυνση κατοικίας, και τηλέφωνο. Θέλετε να τον πάρω τώρα τηλέφωνο μπροστά σας; Ας δοκιμάσουμε.
Η καρδιά της Σόφης χτυπούσε δυνατά. Λες;
- Ο κος Αγγέλου; Καλησπέρα σας Λέγομαι Ιωάννου... ντετέκτιβ είμαι, ναι... και θα ήθελα να σας δω... να μιλήσουμε για κάποια Μιχαήλ Κατερίνα που.... ωωω έκλεισε το τηλέφωνο!! Μα τι στο...

Ο Ιωάννου ξαναδοκιμάζει. Το τηλέφωνο πλέον δεν το σηκώνει κανείς!
- Κάτι σημαίνει αυτό, ναι; Αυτός θα είναι και δεν θέλει καμιά σχέση με το χθες, δεν θα θέλει να με δει είπε απογοητευμένη η Σόφη.
- Δεν είναι απαραίτητο κα Μιχαήλ. Μπορεί να μην σημαίνει και τίποτε. Ξέρετε πόσες συμπτώσεις έχω συναντήσει στη δουλειά μου; Αλλά θα πάω εκεί, στην εταιρεία  του και να είστε σίγουρη ότι θα μου μιλήσει. Ας πάμε όμως στο τελευταίο θέμα μας για σήμερα. Είπατε ότι έχετε μια συγγενή,θεία αν δεν κάνω λάθος, εν ζωή. Αδελφή της μητέρα σας
- Ναι, τη θεία Τούλα,απάντησε η Σόφη μουδιασμένα
- Δεν με αφήσατε να της μιλήσω την πρώτη φορά, μήπως τώρα αλλάξατε γνώμη; Εκείνη θα γνωρίζει στοιχεία του πατέρα σας, αφού μου έχετε πει ότι πήγαινε στην Αθήνα συχνά και έμενε για λίγο με την μητέρα σας, όταν εκείνη σπούδαζε. Σίγουρα θα ξέρει περισσότερα, ναι σίγουρα.
- Όχι δεν άλλαξα γνώμη, η θεία μου είναι δική μου υπόθεση!
- Όπως νομίζετε. Αλλά ό,τι, μα ό,τι μάθετε ή θυμηθείτε σας παρακαλώ αμέσως κάντε μου ένα τηλέφωνο. Εντάξει;

Ήρθε η ώρα να φύγουν. Ο κος Ιωάννου σηκώθηκε και ανοίγοντας την πόρτα του γραφείου του, είπε μαλακά στη Σόφη.
- Κυρία μου να είστε προετοιμασμένη για το τι θα βρούμε. Μπορεί ο πατέρας σας να μη ζει το έχουμε ξαναπεί. Μπορεί να ζει και να έχει οικογένεια, το σκεφτήκατε αυτό; Μπορεί να μη θέλει καμιά επαφή. Να τα λάβετε όλα υπόψη, να προετοιμαστείτε γιατί θα αρχίσουμε να βλέπουμε φως λίγο λίγο.
Η Σόφη δεν απάντησε! Χαιρετήθηκαν  και βγήκαν. Εκεί, έξω στον αέρα της πόλης η Σόφη άφησε ένα δυνατό αναστεναγμό. Αλλά η πίεση στο στήθος δεν έλεγε να φύγει. Μάλλον έγινε δυνατότερη!!
   
Ο Ορέστης πρότεινε να πιουν τον καφέ τους σε ένα καφενεδάκι εκεί κοντά, να ανασάνουν λίγο μακριά από τους τοίχους του σπιτιού τους.
Με τα πολλά δέχτηκε  η Σόφη όταν είδε το γραφικό καφενεδάκι στη στοά, με τα μαρμάρινα τραπέζια, τα μπακιρένια σκεύη και το ψηφιδωτό στο δάπεδο. Λίγο χρώμα στη ζωή της χρειαζόταν, λίγη αλλαγή παραστάσεων δεν θα έκανε κακό!
Πίνοντας την πρώτη γουλιά καφέ  παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Σόφη είπε σιγανά, ''μετάνοιωσα που δεν άφησα τον κο Ιωάννου να μιλήσει στη θεία. Θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση''
Ο Ορέστης είχε διαφορετική άποψη. 
- Θα πάμε μαζί στη θεία σου. Δεν καταλαβαίνω σ' αυτήν την ηλικία να φοβάσαι έναν άνθρωπο, που είναι συγγενής σου. Ναι ναι, είπε βλέποντας τη Σόφη έτοιμη να διαμαρτυρηθεί. Ξέρω πόσο αντιπαθής σου είναι και έχεις τα δίκια σου, εσύ ξέρεις. Αλλά σίγουρα η θεία σου ξέρει το παρελθόν και θα μπορέσει να ξεδιαλύνει το κουβάρι του χθες. Δεν αξίζει, έστω και έναν κόμπο αν λύσει, να της μιλήσεις;

Η Σόφη κατανοούσε την οπτική του αγαπημένου της, αλλά αισθανόταν ανέτοιμη για μια τέτοια συνάντηση
- Ναι θα της μιλήσω αλλά όχι ακόμη. Δεν είμαι έτοιμη και θέλω να πάω θαρρετά και όχι σαν φοβισμένη έφηβη. Θα πάω ναι,αλλά όχι ακόμη,- θα πάμε μαζί -  εντάξει; είπε όταν είδε το θλιμμένο βλέμμα του Ορέστη που νόμισε ότι άλλη μια φορά θα τον έβγαζε εκτός από τα προσωπικά της. 
- Θα πάμε μαζί, ναι μαζί! Αλλά ας δώσουμε λίγο χρόνο στον κο Ιωάννου...


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΣ

Ο ουρανός έλαμψε από την αστραπή. Ο εκκωφαντικός θόρυβος την έκανε να τιναχτεί. Η Τούλα σηκώθηκε από το κρεβάτι με προσπάθεια. Το τελευταίο καιρό ήταν δύσκολο να αποχωρίζεται το κρεβάτι της. Και εκείνα τα τσιμπήματα στο χέρι είχαν πληθύνει αλλά η ίδια δεν έδινε σημασία.

Είχε σταματήσει να δίνει σημασία εδώ και χρόνια στην υγεία της. Ειδικά από τότε που έφυγε η αδερφή της η Κατερίνα, η Τούλα αισθανόταν ότι δεν υπήρχε πια τίποτα να την κρατήσει εδώ. Υπήρχε βέβαια και η Σόφη. Η ανιψιά της η Σόφη. Αυτή στην οποία η αδερφή της αφιέρωσε τα νιάτα της, τη ζωή της ολόκληρη.

Η Σόφη όμως είναι η κόρη εκείνου. Η Τούλα δε μπόρεσε ποτέ να τον ξεχάσει. Ούτε να τον συγχωρήσει. Κυρίως, δε κατάφερε ποτέ να σταματήσει να τον αγαπάει. 

Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά που τον είδε. Η Κατερίνα είχε βάλει σκοπό να σπουδάσει και μετά από πολλά παρακάλια τους τούμπαρε τους γονείς της. Ήταν άλλωστε η χαϊδεμένη τους, και ήταν η πρώτη στο σχολείο. Δεν ήθελε πολύ για να τους πείσει. Πρότεινε μάλιστα να έρθει και η Τούλα μαζί της για να τη προσέχει. Μα κυρίως η Κατερίνα ήθελε να πάρει την αδερφή της μακριά από εκείνο το περιβάλλον. Στην επαρχία αν δε κατάφερνες να στεφανωθείς μέχρι τα είκοσι πέντε σου σε στιγμάτιζε η ταμπέλα της γεροντοκόρης. Οι γονείς  τους αλλωστε δε δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν αυτό το τίτλο για τη θυγατέρα τους. Η Τούλα ήταν πάντα ήσυχη και ταπεινή. Ποτέ της δε τραβούσε τα βλέμματα όπως ο σίφουνας Κατερίνα.

Μολονότι θα πίστευε κάποιος ότι η Τούλα θα ζήλευε τη Κατερίνα, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Η Τούλα λάτρεψε την αδερφή της, από τότε που επτά χρονών την αντίκρισε για πρώτη φορά και ορκίστηκε να μην αφήσει τίποτα να την πληγώσει.Δέχτηκε λοιπόν με ευχαρίστηση να συνοδέψει την αδερφή της και οι γονείς της συμφώνησαν επίσης με ανακούφιση. Δε θα ξεχάσει ποτέ το βλέμμα του πατέρα της εκείνη τη πρώτη μέρα που τους αποχωρίστηκε. Τρυφερό και πονεμένο, σαν να αποδεχόταν πλέον ένα γεγονός που μέχρι τώρα αρνούνταν να αναγνωρίσει την ύπαρξη του. Η μητέρα τους, πάντα πιο αυστηρή τις ξεπροβόδιζε με συμβουλές να αποφεύγουν τα αρπακτικά της πόλης και να προσέχουν η μία την άλλη.

Η Κατερίνα ήθελε να γίνει δασκάλα. Λάτρευε τα παιδιά. Μα και αυτά τη λάτρευαν. Η Τούλα βρήκε δουλειά σε μια βιοτεχνία ενδυμάτων και κάλυπτε τα περισσότερα έξοδα της κοινής τους συμβίωσης.

Όλα πήγαιναν καλά. Αλλά η Τούλα κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Η ελπίδα της να βρει μια αδερφή ψυχή στη πόλη την εγκατέλειπε μέρα με τη μέρα. Ήταν ήδη 27 ετών. Η Κατερίνα από την άλλη άνθιζε και γινόταν ομορφότερη από ποτέ. Μέχρι που μπήκε στη ζωή τους αυτός.

Ήταν σαν να τον έστειλε ο Θεός. Σίγουρα αν δεν είχε εμφανιστεί στο δρόμο της η ίδια μπορεί να μη ζούσε. Μπορεί όμως να ζούσε η Κατερίνα. Ο άντρας εμφανίστηκε από το πουθενά. Είχε μόλις αρχίσει να σκοτεινιάζει και η Τούλα επιτάχυνε το βήμα της για να γυρίσει σπίτι. Το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. Μέχρι που εμφανίστηκε ένας ψηλός άνδρας και μπήκε μπροστά της. Τον έπιασε από το καρπό προσπαθώντας να τον αφοπλίσει αλλά εκείνος πριν φύγει τρέχοντας κατάφερε να του κάνει μια χαρακιά στο μπράτσο. Η Τούλα πανικοβλήθηκε όταν είδε το αίμα του να τρέχει ζεστό. Τύλιξε το μπράτσο του με το μαντήλι που φορούσε στο λαιμό της και τον κάλεσε στο σπίτι τους που ήταν μόλις ένα τετράγωνο μακριά.

Το τραύμα ήταν επιφανειακό και αφού το περιποιήθηκε, του έβαλε να φάει και να πιει, ευγνώμων που της έσωσε τη ζωή. Τον παρατηρούσε προσεκτικά στο πρόσωπο ενώ εκείνος έτρωγε με λαιμαργία το σπιτικό φαγητό. Ήταν ναυτικός, ασυρματιστής της είπε και δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει συχνά τέτοια μαγειρική. Εντυπωσιασμένη από τη δουλειά του ρώτησε λεπτομέρειες αλλά πήρε αόριστες απαντήσεις και γρήγορα άλλαξε θέμα συζήτησης.
Υπήρχε κάτι μυστηριώδες επάνω του που της κινούσε το ενδιαφέρον και τη τραβούσε με ένα τρόπο που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν στη ζωή της. Φαινόταν σαν κάτι να τον κυνηγάει, ανήσυχος κοιτούσε δεξιά και αριστερά ενώ τα δάχτυλά του ανυπόμονα ψηλάφιζαν το ένα το άλλο. Τις λίγες στιγμές που ξεχνούσε αυτό που τον απασχολούσε, έβλεπες τα μάτια του σαν τη ζεστή θάλασσα του Αυγούστου να της χαμογελούν γλυκά και να αποκαλύπτουν ένα αψεγάδιαστο χαμόγελο, πράγμα περίεργο για ανθρώπους του επαγγέλματος και της κοινωνικής του τάξης. Η καρδιά της έλιωνε σε αυτό το χαμόγελο και μέσα σε λίγες ώρες έβλεπε μπροστά της να ανοίγονται νέοι δρόμοι για μια ζωή μαζί του, με κάποιο πιτσιρίκι να τη τραβάει από το χέρι... Η Τούλα δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανόητη. Μήπως όμως η υπόσχεση που έβλεπε στο βλέμμα του ήταν ευσεβείς πόθοι;

Αυτό το κατάλαβε όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Κατερίνα μέσα. Ήταν σαν να απλώθηκαν αστραπιαία μαγικοί δεσμοί που έδεναν για πάντα τους δυο τους. Ήταν καταδικασμένοι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Τούλα ήταν να αποτραβηχτεί . Δε το σκέφτηκε ούτε στιγμή, αυτή άλλωστε ήταν ήδη γεροντοκόρη ... 

*****

-Κατερίνα τι έκανες;!
Η Κατερίνα κατακόκκινη έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα.
-Πώς μπόρεσες; Τι σκεφτόσουν;!
-Τον αγαπάω Τούλα, τον αγαπάω!
Η Τούλα την σήκωσε από το πάτωμα απότομα και την ταρακούνησε με δύναμη.
-Δε σκέφτηκες κανέναν, εσένα , εμένα, τους γονείς μας, εγώ πως θα τους αντικρίσω; Είμαι εδώ να σε προσέχω, πως μπόρεσες;
Λύγισε όμως μπροστά στην αδερφή της που ξέσπασε και πάλι σε κλάματα. Βλέποντας το σώμα της να τραντάζεται από τους λυγμούς δε μπόρεσε να συνεχίσει άλλο.
Η φωνή της σκληρή ακόμη όταν της μίλησε. 
-Σήκω και ντύσου. Ξύπνησε τον κι αυτόν και πες του να τσακιστεί να φύγει πριν γυρίσω πίσω! Αν είναι άντρας, θα ξέρει τι να κάνει από εδώ και πέρα.
Η Κατερίνα κλαίγοντας υπερασπίστηκε τον Γιώργο. Δεν έφταιγε αυτός της είπε. Στην πραγματικότητα ο Γιώργος είχε φθάσει στη πόρτα τους λιώμα από το ποτό. Κλαίγοντας σχεδόν έλεγε ακαταλαβίστικα πράγματα οτι δε θα τους επιτρέψει να το κάνουν, οτι θα καταφέρει να ξεφύγει, οτι θα τα φτιάξει όλα... Προσπάθησε να τον ηρεμήσει όταν την έκλεισε στην αγκαλιά του κι εκείνη δεν ήθελε να την αφήσει ποτέ ξανά.

*****

Η Τούλα χάιδεψε με τα δάχτυλα της το παλιό από τα χρόνια πια χαρτί. Τη μόνη απόδειξη που είχε ότι ο Γιώργος πέρασε από τη ζωή της. Δε τον συγχώρεσε ποτέ για το βάρος που την ανάγκασε να κουβαλά μια ζωή, μόνο και μόνο για να μη πληγωθεί η Κατερίνα. Με τρεμάμενα χέρια πήρε ένα σπίρτο και έκαψε το γράμμα του παρακολουθώντας τη φλόγα να σβήνει αργά. Δεν υπήρχε πια κανένας που να ενδιαφέρεται για αυτό το μυστικό και αυτή δεν ήταν πρόθυμη να σέρνει αυτό το βάρος πια.

Η βροχή είχε αρχίσει να χτυπά τα τζάμια βοηθώντας την να ξεπλύνει το πόνο που τη βασάνιζε τόσα χρόνια. Σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα απορώντας με την τόλμη όποιου είχε βγει έξω για να την επισκεφθεί. Το κουδούνι χτυπούσε επίμονα, σαν να ήθελε να την προλάβει. Η όραση της θόλωσε  και δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της τη στιγμή που άνοιξε τη πόρτα και σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμη.


ΞΑΘΑΒΟΝΤΑΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ...

Το κουδούνι χτύπησε επίμονα άλλη μια φορά, προκαλώντας την απορία της Σόφης και του Ορέστη που παρέμεναν μπροστά στη κλειστή πόρτα. Δεν πρόλαβαν να τη δουν καλά-καλά να ανοίγει, ούτε καν να αρθρώσουν λέξη, σαν είδαν το κορμί της Τούλας να σωριάζεται στα πόδια τους λιπόθυμο. Βγάζοντας μια κραυγή, έσκυψαν πάνω  από το ακίνητο κορμί, για να διαπιστώσουν γρήγορα πως η Τούλα ανέπνεε μεν, αλλά η ανάσα της έβγαινε αδύναμη και με δυσκολία. Η Σόφη όρμησε στο τηλέφωνο που βρισκόταν στο τραπεζάκι  για να καλέσει  βοήθεια, ενώ ο Ορέστης σκυμμένος πάνω από την θεία της. προσπαθούσε μάταια να την συνεφέρει .   

Ευτυχώς δεν άργησαν να ακουστούν λάστιχα αυτοκινήτου και σε λίγο ο γιατρός εξέταζε την ακίνητη γυναίκα στο πάτωμα.  

-Πρέπει να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο… δήλωσε.

Εν τω μεταξύ, όσο ο γιατρός εξέταζε τη λιπόθυμη γυναίκα, η Σόφη κοιτούσε αμήχανα τριγύρω, σκεπτόμενη άθελά της, πόσα χρόνια είχε να έρθει σε αυτό το σπίτι. Ήταν παράξενο, μια γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ποτέ, να φύγει από το πατρικό της σε μια επαρχιακή πόλη που όλα κουβεντιάζονταν και να έρθει να μείνει μόνη. Άραγε,.. γιατί διάλεξε να απομονωθεί στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από την προγιαγιά της; Στα λίγα λεπτά που αυτές οι σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό της, η ματιά της, έπεσε στα αποκαΐδια που βρίσκονταν  στο τασάκι, και σε έναν κιτρινισμένο φάκελο που βρισκόταν πιο κει. Κάτι έκαψε η θεία της σ’ αυτό το τασάκι. Να ανήκαν αυτά τα αποκαΐδια στο περιεχόμενο αυτού του φακέλου; Γι’ αυτό άργησε να τους ανοίξει; Αν ήταν κάτι ασήμαντο, απλά θα το έσκιζε ή θα το τσαλάκωνε. Γιατί να το κάψει;

Μήπως αυτό, ήταν η αιτία που έχασε τις αισθήσεις της; Πήρε τον κιτρινισμένο φάκελο στα χέρια της. Η ημερομηνία του ταχυδρομείου ήταν χρόνια πριν. Αλλά αποστολέας δεν υπήρχε, μόνο το όνομα της θείας της, στη θέση του παραλήπτη.’’ Προς Δήμητρα Μιχαήλ’’.

Η φωνή του γιατρού που μιλούσε για τη μεταφορά της Τούλας στο νοσοκομείο, διέκοψαν απότομα τους συνειρμούς της.

Το αυτοκίνητο του Ορέστη ακολούθησε το ασθενοφόρο μέχρι το νοσοκομείο της κοντινής πόλης.

Η ατμόσφαιρα στο λευκό κτίριο, ήταν αποπνικτική. Είναι αβάσταχτη, η ώρα της αναμονής. Γιατροί και νοσοκόμες να τρέχουν συνεχώς, κι εσύ να παρακολουθείς αυτό το τρεχαλητό ανήμπορος να κάνεις κάτι. Απλά να κάθεσαι και να περιμένεις με αγωνία κάποιο νέο για το δικό σου άνθρωπο, ενώ ο πόνος σου αδελφώνεται με τον πόνο των διπλανών σου.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, που η αναμονή την έκανε να φαντάζει αιώνας, και το ζευγάρι με ενωμένα τα χέρια, είχε βυθιστεί σε μια παράξενη σιωπή. Αλαφιάστηκε, όταν αισθάνθηκε ένα χέρι να ακουμπά στον ώμο της. Γύρισε το κεφάλι, και αντίκρισε την Γιώτα Αναγνώστου, τη μοναδική και επιστήθια παιδική φίλη της θείας της. Η Σόφη την θυμόταν από μικρή, σαν    αναπόσπαστο κομμάτι των πρώτων κιόλας αναμνήσεών της, να την φωνάζει Ζώτα, και να αισθάνεται πιο πολύ άνετα μαζί της, παρά με την Τούλα.

-Μόλις το έμαθα ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα… είπε η Γιώτα, και η αγωνία έδινε ένα χρώμα πόνου στη φωνή της. Είχαμε καμία εξέλιξη;

-Όχι, ..όχι ακόμα! Την εξετάζουν. Δεν έχουμε κανένα νέο, πέρα από αυτό. Στη συνέχεια συστήνει την Γιώτα στον Ορέστη, λέγοντας και σ’ εκείνον, για τη φιλία που συνέδεε τη Γιώτα και την  Τούλα από παιδιά.

-Γιώτα, με συγχωρείς που δεν σε πήρα αμέσως τηλέφωνο, αλλά δεν το σκέφτηκα έτσι ξαφνικά που έγινε. Εσύ την έβλεπες κάθε μέρα,… είχε προβλήματα υγείας η θεία μου;

-Ναι,… είπε εκείνη. Είχε πρόβλημα με την καρδιά της.. και αναστέναξε βαθιά.

 Έπειτα από λίγων δευτερολέπτων σιωπή, η Σόφη την άκουσε να μονολογεί.

-Καημένη Τούλα, μια ζωή διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη και στη μάχη με τους προσωπικούς σου δαίμονες.

Η Σόφη ακούγοντας την, τη ρώτησε απορημένη τι εννοούσε. Η Γιώτα, βιάστηκε να απαντήσει, με ένα αμήχανο ύφος. Και ίσως λίγο ένοχο;…

-Έτσι το είπα,… δεν εννοούσα κάτι συγκεκριμένο. Απλά,.. ήταν πολλά χρόνια μόνη ….και πέρασε και στενοχώριες,… με τους θανάτους στην οικογένεια σας εννοώ.

Το κινητό της Σόφης χτύπησε, κι εκείνη βιάστηκε να απαντήσει.

-Όχι κύριε Ιωάννου δεν είμαι στην Αθήνα.... Είχα έρθει να δω τη θεία μου για την υπόθεσή μας, μαζί με τον Ορέστη, όμως μας πρόλαβαν τα γεγονότα. Φτάσαμε την ώρα που η θεία μου έπεσε λιπόθυμη χωρίς να ανακτήσει τις αισθήσεις της, και αυτή τη στιγμή την εξετάζουν…. Σας ευχαριστώ, κι εγώ το εύχομαι. Εσείς όμως γιατί με πήρατε;… Α έτσι;…. Α, ώστε τον βρήκατε;.. Μπορέσατε να του μιλήσετε;… Μάλιστα, καταλαβαίνω. Σας ευχαριστώ που με πήρατε. Θα είμαστε σε επαφή.

Έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτική, και γυρίζοντας στον Ορέστη του είπε:

-Κανένας από όσους έχουν πεθάνει, και λέγονταν  Αγγέλου Γιώργος της Σοφίας δεν είναι αυτός που ψάχνουμε. Κανενός η ηλικία δεν ταίριαζε. Και επίσης μπόρεσε ξανά να μιλήσει με τον Αγγέλου με την επιχείρηση ηλεκτρονικών. Όμως φεύγει ταξίδι και δεν μπορούν να συναντηθούν προς το παρόν.

Η Σόφη, συζητώντας στο τηλέφωνο και στη συνέχεια με τον Ορέστη, δεν πρόσεξε ότι στο άκουσμα του ονόματος Αγγέλου Γιώργος, η Γιώτα τινάχτηκε. Το πρόσεξε όμως ο Ορέστης που την κοίταξε παραξενεμένος.

Η κοπέλα έβαλε το χέρι της και έστρωσε τα μαλλιά της με σφίξιμο στο στήθος. Πόσα της είχαν μαζευτεί! Δεν έφταναν τα γεγονότα, ήταν και η αρρώστια της θείας της. Ξαναήρθαν στο μυαλό της οι στάχτες στο τασάκι και ο κιτρινισμένος φάκελος χωρίς αποστολέα. Η χρονολογία της σφραγίδας του ταχυδρομείου, ταίριαζε με την χρονιά που γεννήθηκε.

Τι να έγραφε αυτό το χαρτί; Ήταν κάτι τυχαίο; Γιατί όμως να το κάψει; Ίσως για να μην διαβαστεί από κάποιον κατά τύχη;  

Τι να έτρεχε άραγε με τον Αγγέλου τον επιχειρηματία; Έφευγε όντως για ταξίδι ή ήταν πρόφαση για να μη δει τον ντετέκτιβ;

Πολλά ερωτηματικά, και όλα αναπάντητα! Είχε όμως την ελπίδα ότι ίσως κάποιο φως να φαινόταν κάποια στιγμή από κάπου.

Ο γιατρός βγήκε από το εξεταστήριο και τους πλησίασε. Πετάχτηκαν και οι τρεις όρθιοι, και η Σόφη τον ρώτησε για τη θεία της. Μπορεί πάντα να της προκαλούσε ένα φόβο, να μην ήταν και τόσο κοντά της, όμως της Σόφης η καρδιά δεν ήταν από πέτρα. Και απ’ την άλλη, μετά το θάνατο της μητέρας της, είχε γίνει περισσότερο ευαίσθητη. Στο κάτω-κάτω ήταν ίσως ο τελευταίος ζωντανός της συγγενής. Ή … ο προτελευταίος!

-Η θεία σας μπήκε στην εντατική, ελπίζουμε για λίγο καιρό. Έπαθε ένα οξύ καρδιακό επεισόδιο, μα η κατάστασή της είναι σταθερή προς το παρόν. Δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο βέβαια. Τα τρία επόμενα εικοσιτετράωρα είναι κρίσιμα. Έχει τη φροντίδα που χρειάζεται, από ειδικευμένο προσωπικό, που ξέρει τη δουλειά του. Δε βοηθάει σε τίποτα να είστε εδώ. Αν αλλάξει κάτι θα σας ενημερώσουμε. Παίζει πάντα ρόλο και η κράση του ασθενούς, όπως και η θέλησή του να ζήσει! Ελπίζουμε ότι θα το ξεπεράσει ο οργανισμός της. Γεια σας προς το παρόν!

Ευχαρίστησαν τον γιατρό, και συμφώνησαν, ότι είναι μάταιο να κάθονται στο διάδρομο του νοσοκομείου, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν κάτι. Θα πήγαιναν να ξεκουραστούν, αφού πρώτα έπιναν έναν καφέ. Θα τους έκανε καλό. Πρότειναν στη Γιώτα να τους κάνει συντροφιά και έπειτα θα τη γύριζαν εκείνοι σπίτι της.

Κοντά στο νοσοκομείο υπήρχε μια ήρεμη καφετέρια. Μπήκαν και διάλεξαν ένα τραπέζι ήσυχο, απόμερο κάπως. Κάθισαν και οι τρεις και αφού έδωσαν την παραγγελία τους, έμειναν σιωπηλοί, ο καθένας στις σκέψεις του.

-Άκουσα.. άθελά μου,.. ότι ψάχνεις κάποιον… Μιλάω για το τηλεφώνημα που δέχτηκες στο νοσοκομείο… είπε η Γιώτα κομπιάζοντας, στη Σόφη.

Αντί για τη Σόφη πετάχτηκε ο Ορέστης και απάντησε βιαστικά.

-Ναι, ψάχνουμε κάποιον Αγγέλου Γιώργο. Αν κατάλαβα κι εγώ καλά, δεν σας είναι άγνωστο το όνομα.

-Μα όχι δεν τον ξέρω, απάντησε εκείνη γρήγορα. Απλά… διέκρινα μια αγωνία στη φωνή της Σόφης, …γι’ αυτό το είπα.

-Κυρία Γιώτα, κι εγώ διέκρινα ένα ξάφνιασμα στο πρόσωπό σας μόλις το ακούσατε. Και δεν νομίζω ότι κάνω λάθος!

-Αλήθεια Γιώτα; Τον γνωρίζεις; Δεν μπορεί να μην τον γνωρίζεις. Εσύ που μας ξέρεις όλους από μικρό παιδί. Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει ποτέ σου, το όνομα του πατέρα μου! Πες μου Γιώτα αν ξέρεις κάτι,… σε παρακαλώ!

-Δεν ξέρω κορίτσι μου, απάντησε η Γιώτα, χωρίς όμως να την κοιτάζει στα μάτια, και με μεγάλη προσπάθεια να κάνει τη φωνή της πειστική. Γιατί όμως ψάχνεις τον πατέρα σου τώρα; Νόμιζα ότι έχει πεθάνει. Έτσι δεν είναι;

-Αντίθετα, έχω λόγους να πιστεύω ότι ίσως είναι ζωντανός. Όπως ξέρω πλέον, ότι όλοι γύρω μου με έχουν γεμίσει ψέματα τόσα χρόνια… ξέσπασε η Σόφη και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της. Εσύ πάντα ήσουν φίλη με τη θεία μου. Θα ξέρεις γιατί ήταν τόσο εχθρική με τη μητέρα μου.

-Τι είναι αυτά που λες; Αντέδρασε έντονα, η Γιώτα. Η Τούλα την αγαπούσε την Κατερίνα παρόλα όσα έγιναν. Δεν ήθελε τότε να της κάνει κακό, η ζήλεια της θόλωσε το μυαλό…

Μόλις κατάλαβε τι είχε ξεστομίσει, βουβάθηκε απότομα.

-Τι έγινε λοιπόν;,.. Ποιο κακό;… Πες μου! Σε εκλιπαρώ!… Πες έστω κάτι ώστε να καταλάβω το γιατί, ενώ την αγαπούσε, εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ αυτή την αγάπη; Και τι εννοείς όταν λες ότι η ζήλεια της θόλωσε το μυαλό;

-Άκου,… ποτέ δεν θα ανακατευόμουν σε θέματα που αφορούν την Τούλα, χωρίς την έγκρισή της, κι ούτε θα μιλούσα έτσι, αν δεν την κατηγορούσες. Μπορεί να ένοιωθε ζήλια για το χάιδεμα που έκαναν οι γονείς τους στην Κατερίνα, αλλά την αδελφή της τη λάτρευε. Και μην θεωρείς ότι είναι καλή ιδέα να αναζητάς έναν άνθρωπο, που πρόσφερε σε δύο γυναίκες τόσο πόνο, και τους φέρθηκε σκάρτα. Πρόσθεσε με πάθος.

-Γιατί δύο;

-Γιατί ο πατέρας σου,… δεν ήταν μόνο η αγάπη της Κατερίνας αλλά και η μοναδική αγάπη της Τούλας, και… φτάνει. Αυτό μόνο έχω να σου πω για τον μυστήριο και όχι τόσο καθαρό Αγγέλου Γιώργο! 

Η Σόφη έμεινε άλαλη και ακίνητη λες και σταμάτησε ο χρόνος. Όταν ξεκίνησε να ψάχνει την αλήθεια, δεν φανταζόταν ούτε ποια θα ήταν, ούτε ότι θα εμπλέκονταν τόσα άτομα στο μυστήριο του ψεύτικου, όπως φαινόταν, θανάτου του πατέρα της. Άραγε η Γιώτα να είχε δίκιο, πως ο Γιώργος Αγγέλου, δεν ήταν τόσο καθάριος, κι ότι κάτι ύποπτο υπήρχε σχετικό με το άτομό του;

Ρίχνοντας μια ματιά στον Ορέστη, κατάλαβε ότι περίπου τα ίδια σκεφτόταν κι εκείνος. 
Η Γιώτα είχε σηκωθεί και πήγαινε ήδη προς την πόρτα. Αναγκάστηκαν να την ακολουθήσουν, νοιώθοντας ότι προς το παρόν, δεν θα μάθαιναν τίποτα άλλο από εκείνην.

Περπατούσε προς την έξοδο της καφετέριας, αποφασισμένη, το επόμενο πρωί, πριν πάει στο νοσοκομείο, να ξαναβρεθεί στο σπίτι της θείας της.
Αυτός ο φάκελος δεν της έφευγε από το νου, όπως και η κουβέντα της Γιώτας για τη ζήλια της Τούλας, που έγινε η αιτία για κάποιο κακό που είχε συμβεί… και που εκείνη ωστόσο, ακόμα αγνοούσε.


ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

Η Σόφη δυσκολεύεται να βαδίσει στο λασπωμένο δρόμο. Τα 28 κυπαρίσσια, αποκτούν ζωή και της κλείνουν το δρόμο, την εμποδίζουν να φτάσει στο πατρικό της. 
Σιγά, σιγά, χαμηλώνουν κι από δάχτυλα που έδειχναν ουρανό μόνο, στρέφονται κατά πάνω της. 
Τη δείχνουν επικριτικά, κατηγορώντας τη για κάτι που αγνοεί.
Στο φως του φεγγαριού συνθέτουν ένα γκροτέσκο σκηνικό χωρίς νόημα. 
Κοιτάζει με λαχτάρα που γίνεται απόγνωση, το περίγραμμα του σπιτιού που κατασκότεινο την καλεί.
Ένα φως φαίνεται να τρεμοσβήνει στη σοφίτα και μια αντρική φιγούρα ξεχωρίζει τώρα καθαρά στο παράθυρο. "Μπαμπά;" τολμάει να ρωτήσει, προφέροντας σαν παιδάκι για πρώτη φορά τη λέξη, αναριγώντας κάτω από το βάρος της.
Τα κυπαρίσσια την κλείνουν από παντού. Δεν υπάρχει διέξοδος. Μια φυλακή από ξύλινα, χοντρά κάγκελα υψώνεται γύρω της και της στερεί τον αέρα. Ο αέρας...δεν μπορεί να ανασάνει...αναφιλητά την τραντάζουν καθώς αγωνίζεται να αναπνεύσει...

Πετάγεται από τον ύπνο λαχανιασμένη. Ιδρωμένη από τον εφιάλτη, ρίχνει μια ματιά στον Ορέστη που κοιμάται δίπλα της και αφήνει όσο πιο αθόρυβα μπορεί το κρεβάτι.
Ντύνεται στο σκοτάδι και χωρίς να το σκεφτεί, φεύγει κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της.
Είναι πια στο αυτοκίνητο όταν η θολούρα του ονείρου αρχίζει να διαλύεται και αναρωτιέται γιατί το έσκασε έτσι. Ξέρει όμως την απάντηση.
Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της θείας Τούλας το γρηγορότερο, κι έπρεπε να το κάνει μόνη της.
Οι σκέψεις της τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και συγκρατεί τον εαυτό της για να μην αυξήσει και την ταχύτητα του αυτοκινήτου.
Οδηγεί προσεκτικά, φέρνοντας στο μυαλό της όλα όσα έμαθε μέχρι τώρα. "Που δεν είναι και πολλά", μονολογεί, καθώς αναλογίζεται την προηγούμενη σύντομη επίσκεψη στο σπίτι της θείας της και το περίεργο εύρημα. 
Ο εφιάλτης όλο και ζωντανεύει μέσα της, πλέκεται και ξεπλέκεται συνεχώς, αφήνει ξέφτια στην ψυχή της που τυλίγονται γύρω από μία λέξη. Τη λέξη που ονειρεύονταν κάποτε πως θα πει, αλλά όχι μέσα σε ένα όνειρο!

Όταν έφτασε, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το σπίτι την υποδέχτηκε κρύο σαν το θάνατο και ξένο σαν τον πατέρα της. Ήταν ξένο. Λίγες επαφές είχε όλα αυτά τα χρόνια με τη θεία της και όπως τρύπωνε τώρα απρόσκλητη, παραβιάζοντας σχεδόν την πόρτα στην προσπάθειά της να ανοίξει με το παλιό κλειδί που είχε πάρει χτες φεύγοντας από δω, ένιωσε σαν κλέφτρα.
Δεν ήξερε για τι πράγμα να ψάξει. Δεν ήξερε τι θα βρει. Αν δηλαδή υπήρχε και κάτι να βρεθεί. Τα λόγια όμως της Γιώτας, της φίλης της θείας της, για τη ζήλια της Τούλας κι ένα κακό που είχε συμβεί εξαιτίας της, έκαιγαν μέσα της, σαν τη φωτιά που είχε κάψει το κιτρινισμένο φάκελο που υπήρχε ακόμα στο τασάκι.
Άρχισε να ψάχνει...

Η Τούλα ένιωθε σα να κολυμπούσε μέσα σε ένα πηχτό υγρό που δυσκόλευε τις κινήσεις της.
Προσπαθούσε να βγάλει το κεφάλι της στην επιφάνεια, αλλά εκείνο όλο βούλιαζε και όλα γύρω της βούιζαν. Ίσως πάλι να βούιζε το μόνιτορ που ήταν δίπλα της και κατέγραφε τους παλμούς της. 
Μια σκέψη άρχισε να σαλεύει σα σκουλήκι στο κεφάλι της. 
"Χριστέ μου", ψέλλισε..."Πώς το ξέχασα αυτό;"...
Και με αυτή την απόλυτα διαυγή σκέψη, με αυτό το τελευταίο ψέλλισμα, βυθίστηκε πάλι στην ανυπαρξία. Βούλιαξε άλλη μια φορά για τα καλά σε εκείνο το παχύρευστο υγρό που την έπνιγε.
Ακολούθησε ταραχή καθώς γιατροί και νοσοκόμες έτρεξαν πάνω της και η Τούλα ανασύρθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε μια νύχτα από το χείλος της αβύσσου κι επανήλθε στη ζωή, για να λογαριαστεί με το παρελθόν. 

Η Σόφη, είχε ψάξει σχεδόν όλο το σπίτι και κρατούσε στα χέρια της ένα κουτί παπουτσιών που είχε ανακαλύψει στο βάθος της ντουλάπας και που όλα έδειχναν πως μόνο παπούτσια δεν περιείχε. 
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς το κοιτούσε, φοβισμένη να το ανοίξει, μα και αποφασισμένη να το κάνει.
Ο ήχος του κινητού την τρόμαξε και το κουτί της έπεσε από τα χέρια.
Καθώς απαντούσε στο τηλέφωνο,  το βλέμμα της σάρωνε ανυπόμονα όσα σκορπίστηκαν στα πόδια της. 
Αναμάσησε μια ήδη προβαρισμένη δικαιολογία στον Ορέστη κι έκλεισε το τηλέφωνο καθώς έσκυβε να πάρει μια φωτογραφία που της τράβηξε την προσοχή.
Η μητέρα της και η θεία Τούλα, νέες κι όμορφες, να πασχίζουν να χαμογελάσουν για τη φωτογραφία, ενώ ανάμεσά τους ένας άντρας χαμογελούσε χωρίς προσπάθεια.
Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν.
Γύρισε τη φωτογραφία από πίσω, σχεδόν ανυπομονώντας να διαβάσει κάτι.  Μια αφιέρωση, μια λεζάντα, μια ημερομηνία, οτιδήποτε...
Τίποτα...το κιτρινισμένο από τα χρόνια χαρτί δε φανέρωνε κανένα μυστικό.
Ανακάτεψε στα γρήγορα τα υπόλοιπα χαρτιά, μα ήταν μόνο αποδείξεις και λογαριασμοί. Γιατί να κρύψει μια φωτογραφία η θεία, ανάμεσα σε λογαριασμούς;
Ή τη θεωρούσε καλή κρυψώνα, ή είχε κάποια σχέση με κάτι άλλο που υπήρχε εδώ μέσα.

Τα μάζεψε όλα στην αγκαλιά της και πήγε και κάθισε στην τραπεζαρία. 
Μπροστά της, τα απομεινάρια του καμένου φακέλου την προκαλούσαν. Λίγο πιο πέρα όσα άλμπουμ με φωτογραφίες είχε βρει νωρίτερα, έχασκαν ανοιχτά, φανερώνοντας τυχαίες στιγμές ζωών που έφυγαν, ή θα φύγουν.  
Ανατρίχιασε καθώς ήρθε στο νου της η θεία Τούλα στο κρεβάτι της εντατικής, αλλά αφοσιώθηκε στο έργο της.
Άρχισε να διαβάζει κάθε απόδειξη, κάθε λογαριασμό, ψάχνοντας για ένα στοιχείο. Για μια ένδειξη που θα την έβγαζε από τα σκοτάδια.
Ένας λογαριασμός από ένα κατάστημα ηλεκτρονικών της τράβηξε την προσοχή. Η ανάσα της κόπηκε καθώς διάβαζε το όνομα...Αγγέλου...
Σίγουρα ήταν εκείνος που είπε στον κύριο Ιωάννου πως θα έφευγε ταξίδι. Ίσως απλά να ήθελε να τον αποφύγει και να μη σκόπευε να πάει πουθενά.
Η Σόφη είχε από καιρό πάψει να πιστεύει στις συμπτώσεις, για να το θεωρήσει απλή σύμπτωση.
Άρπαξε την απόδειξη και τη φωτογραφία και βγήκε σα σίφουνας από το σπίτι. Τα πέταξε στο κάθισμα του συνοδηγού και ξεκίνησε σα να την κυνηγούσαν.

Έπρεπε να μάθει.
Να μάθει αν έλειπε στα αλήθεια ο Αγγέλου, αν έμοιαζε καθόλου με το νεαρό άντρα της φωτογραφίας, αν, η λέξη έσφιξε σαν κόμπος το λαιμό της, πριν ακόμα τη σκεφτεί, αν ήταν ο πατέρας της. 
Είχε τόσα πολλά να μάθει....και ξαφνικά δεν ήξερε αν ήθελε πια να τα μάθει.



ΑΤΙΣ, ΥΒΡΙΣ, ΝΕΜΕΣΙΣ!!!

Η Γιώτα, εκείνο το απόγευμα, έφτασε τρεκλίζοντας στο κατώφλι του σπιτιού της, με πένθιμο πνεύμα, με πένθιμο σώμα. 

Αργά, αργά σέρνοντας τα πόδια της, προχώρησε με κόπο στο χωλ και χώθηκε λαχανιασμένη στη πρώτη πολυθρόνα του μικρού κερκυραϊκού σαλονιού. Ένοιωσε τα πράγματα του σπιτιού ένα γύρω να σαλεύουν, να αλλάζουν θέση και προορισμό. Νόμιζε πως χίλια σφυριά της χτυπούσαν το κεφάλι και δεν μπορούσε να ξεφύγει, σαν να είχε ξεσπάσει ξαφνική καταιγίδα σε όλο της το είναι.
Έπεσε η πρώτη αστραπή, όταν άκουσε για την λιποθυμία της Τούλας και έτρεξε στο νοσοκομείο να την προλάβει. Την αγαπούσε την Τούλα, την πονούσε από μικρό παιδί, ήταν αδύνατον να μην την αγαπάει.¨Όμως με όλα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία χρόνια, μετά τον θάνατο της Κατερίνας, δεν την άντεχε . 

Ο πρώτος κεραυνός εν αιθρία, ήταν το τηλεφώνημα της Σόφης από κάποιον ντετέκτιβ Ιωάννου. Αγγέλου Γιώργος, αυτό το όνομα δυναμίτης, δεν προλάβαινε πια η μια βροντή να ακουστεί και ερχόταν με μανία κι άλλη να ξεσκίσει την ηρεμία, τη γαλήνη, ή πιο σωστά να καταβροχθίσει την πνιγηρή κουφόβραση των τελευταίων χρόνων. Ερωτήσεις, ερωτήσεις δίχως απαντήσεις, σπαράγματα πόνου, άφηνε τα ψέματα να φεύγουν από το στόμα της, σαν να μιλούσε μηχανικά μια άλλη γλώσσα ακατάληπτη, που ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε, έπρεπε όμως να την αναπαραγάγει.

"Γιατί ο πατέρας σου... δεν ήταν μόνο η αγάπη της Κατερίνας, αλλά και η μοναδική αγάπη της Τούλας και φτάνει. Αυτό έχω μόνο να σου πω για τον μυστήριο και όχι τόσο καθαρό Αγγέλου Γιώργο . "

Και όμως, έπρεπε άλλο να πει στη Σόφη και τον Ορέστη. Και ας την είχε ορκίσει η Τούλα χρόνια πριν.
''Δεν έχω άλλα ψέματα, αφήστε με" και μετά να έφευγε από το νοσοκομείο.

Σηκώθηκε με δυσκολία από την πολυθρόνα για να φτάσει στο δρύινο γραφείο του πατέρα της στη διπλανή κάμαρη νοιώθοντας μέσα της ένα κενό .  Άνοιξε με αδύναμα τρεμουλιαστά δάχτυλα, σαν να έπασχε από Πάρκινσον, το μεσαίο  συρτάρι του επίπλου και τράβηξε έξω τα γράμματα.
Παραλήπτης σε όλα ο πατέρας της, Δημητρός Αναγνώστου, καπετάνιος ποντοπόρος του εμπορικού ναυτικού, πλοίαρχος του πλοίου EVIQUEEN το χρόνο που γεννήθηκε η Σόφη .
Αποστολείς Δήμητρα Μιχαήλ, η δικής της Τούλα, Ωραιοζήλη - Ροζα Μιχαήλ, η αυστηρή μητέρα των κοριτσιών και ξανά Δήμητρα Μιχαήλ, τέλος ένα ακόμη από τον Γιώργο Αγγέλου λίγα χρόνια μετά. 

Τα γράμματα που είχε προσεχτικά φυλάξει ο πατέρας της μια ολόκληρη ζωή και βρέθηκαν στα χαρτιά του λίγες μέρες πριν χαθεί για πάντα η Κατερίνα 
Τούτα τα γράμματα που την βοήθησαν πριν χρόνια να ξεχωρίσει τα θύματα από τους θύτες, τους θύτες από τα θύματα . 
Κείνα τα γράμματα, καθρέφτης επίκρισης, κακοήθειας, ατίμωσης, κατάλυσης της αξιοπρέπειας όλων των πρωταγωνιστών του δράματος. Κείνα τα γράμματα που χώρισαν τις δυο επιστήθιες φίλες ύστερα από μια σειρά θανάτων .

"Αν είχες μιλήσεις τότε πατέρα .... αν !!!!!"

Άτις, ύβρις και τώρα η νέμεσις.

Ήταν όλοι τους μέρος αυτής της δραματικής πραγματικότητας ή μήπως ήταν όλα μια δική της διαστροφική επινόηση, ένα  θέατρο σκιών που εκείνη παρακολουθούσε αμίλητη και ακούνητη;
Δεν ήταν διαστροφή, ήταν οι σκοτεινές στιγμές, οι έρωτες, οι δαίμονες ο πόλεμος.

Πως να συμφιλιωθεί με την Τούλα πως;;;
Παραμιλούσε και έκλαιγε γοερά όταν ένας ξαφνικός θόρυβος ακούστηκε στη κεντρική πόρτα Σαν γδούπος από ανθρώπινο σώμα που σκόνταψε με δύναμη, μετά τα δυνατά χτυπήματα του ρόπτρου. Τέτοια ώρα ποιος... και έκανε να κοιτάξει το μεγάλο ρολόι του τοίχου όταν ακούστηκε μια αντρική φωνή.

''Κυρία Αναγνωστου, κυρία Γιώτα, ανοίξτε παρακαλώ, είμαι ο Ορέστης της Σόφης, με ακούτε, ανοίξτε, είναι μεγάλη ανάγκη " 

Άρπαξε στο χέρι της τα κιτρινισμένα γράμματα και έτρεξε προς την εξώθυρα...

''Εδώ είμαι ....έρχομαι!!!"



ΚΛΕΨΥΔΡΑ

Η Γιώτα άγγιξε το σύρτη από το πόμολο της παλιάς ξύλινης πόρτας κι ετοιμάστηκε να ανοίξει. Από το παραθυράκι της πόρτας έβλεπε καθαρά τη μορφή του νεαρού άντρα.
Για μια στιγμή δίστασε. Αν έσερνε το σύρτη κι η πετούγια ελευθερωνόταν ο χρόνος θα στεκόταν για μερικές στιγμές και η επόμενη μοναδική κίνηση που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν μόνο για να τραβήξει μπροστά.

Ο άντρας χτύπησε άλλη μια φορά δυνατά.  
Η Γιώτα παραμέρισε τις θεωρίες για το χρόνο και τις κατευθύνσεις του και τράβηξε με φόρα τη πετούγια.
Ένας παγωμένος αέρας εισέβαλε στο χώρο μαζί με τον Ορέστη. Τα κιτρινισμένα γράμματα που βαστούσε στην αγκαλιά της θρόισαν. Τα έσφιξε περισσότερο πάνω της. Σαν να ήταν ότι πολυτιμότερο είχε βαστήξει ποτέ στα χέρια της.
Τα μάτια του Ορέστη έπεσαν πάνω στα ταλαιπωρημένα από το χρόνο χαρτιά.
«Τι συνέβη;» έκανε με τρεμάμενη φωνή η Γιώτα.
«Κυρία Γιώτα» πήρε μια βαθιά ανάσα ο Ορέστης και ξεροκατάπιε «η Τούλα, χειροτέρεψε».
«Μα είχαν πει… οι γιατροί είχαν πει πως η κατάσταση της είχε σταθεροποιηθεί και…»
«Είχε. Τώρα πάει προς το χειρότερο. Μου είπε η Σόφη να σας ειδοποιήσω».
«Πάμε» έκανε αποφασιστικά η Γιώτα. Άρπαξε στα χέρια της από το πορτμαντό μια μάλλινη ζακέτα, πήρε τα κλειδιά και βγήκαν στην αυλή. Το αυτοκίνητο του Ορέστη περίμενε με τη μηχανή του να βουίζει, χαμένη ανάμεσα στα σφυρίγματα του αέρα.  

Η Τούλα ένιωσε το χρόνο της να λιγοστεύει επικίνδυνα. Σαν οι κόκκοι άμμου από τη κλεψύδρα που της ανήκε σ’ αυτό το κόσμο να μετριόνταν πια στα δάχτυλα.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να επιστρέψει για να λογαριαστεί με το παρελθόν. Δε θα τηρούσε αυτή την υπόσχεση της. Έτσι κι αλλιώς δε θα ήταν η πρώτη υπόσχεση που τελικά θα αθετούσε.
Τους λογαριασμούς της θα τους τακτοποιούσε η Γιώτα.
Ίσως εκείνη τελικά να μπορούσε καλύτερα. Άλλωστε, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζε αυτούσια την αλήθεια. Χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, ικανού να αμαυρώσει την πιο αγνή και καθάρια αλήθεια.

Ο Ορέστης κι η Γιώτα χώθηκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν. Πριν βγουν στο δρόμο ο Ορέστης έριξε τα μάτια του στα χέρια της γυναίκας στο διπλανό κάθισμα. Βαστούσε ακόμη εκείνα τα χαρτιά. Αναρωτήθηκε τι να ήταν.
Πριν μπουν στη πόλη η μπάρα του σιδηρόδρομου έπεσε και τους σταμάτησε. Μια αμαξοστοιχία ακούστηκε ανάμεσα από τον αέρα. Σε εκείνα τα δυο λεπτά που χρειάστηκε να περιμένουν πίσω από τη κλειστή μπάρα η γυναίκα κοιτούσε κάπου μακριά έξω από το παράθυρο. Κι ο Ορέστης κοιτούσε τα γράμματα. Κάπου του φάνηκε πως διέκρινε το όνομα του Γιώργου Αγγέλου. Μπορεί και να ‘ταν η ιδέα του.
Βγήκε από τις σκέψεις του, όταν κάποιο αυτοκίνητο πίσω του, κόρναρε να ξεκινήσει. Η μπάρα είχε ανέβει. Δε την είχε προσέξει.

Στο νοσοκομείο, τους περίμενε η Σόφη. Στεκόταν έξω από τη πόρτα της εντατικής με τα χέρια της να αγκαλιάζουν τη κοιλιά της. Σαν είχε ανάγκη να την αγκαλιάσουν. Κι αφού δεν υπήρχε κανείς το έκανε μόνη της.
«Πάει…» έκανε μόνο, με ένα βλέμμα που βυθίστηκε σε ένα κενό απελπισίας και θλίψης.
Ο Ορέστης έλυσε τα χέρια της και τα έσφιξε ανάμεσα στα δικά του. Εκείνη λύθηκε σε ένα λυτρωτικό κλάμα μέσα στην αγκαλιά του. Το σώμα της κατέρρευσε. Έμοιαζε με μια μαριονέτα χωρίς σκοινιά. Έρμαιο στα χέρια του Ορέστη.
Η Γιώτα τη παρατηρούσε. Ένιωσε να λυπάται για το κορίτσι που γνώριζε από τη μέρα που γεννήθηκε. Όχι γιατί πενθούσε τη θεία της που πέθανε, αλλά για όσα ψέματα ήταν υποχρεωμένη να υποστεί τόσα χρόνια και για όσα θα διεκδικούσε να μάθει από δω και μπρος.  

Το ζευγάρι ύστερα από τα διαδικαστικά του νοσοκομείου μπήκε στο αυτοκίνητο για να γυρίσει στο σπίτι της θείας Τούλας για τα περαιτέρω. Η Γιώτα είχε φύγει νωρίτερα.
Η Σόφη άπλωσε τα πόδια της μπροστά στο κάθισμα της. Κάτω από τις σόλες των παπουτσιών της κάτι έτριξε.
Είδε τα κιτρινισμένα χαρτιά.
Η Γιώτα πριν κατέβει από το αυτοκίνητο τα είχε αφήσει εκεί. Ίσως να της είχαν πέσει. Ίσως να τα είχε ξεχάσει. Ίσως ακόμα, επίτηδες να τα είχε παρατήσει στο αυτοκίνητο του Ορέστη.
Ο Ορέστης κάρφωσε τα μάτια του στο πρόσωπο της Σόφης. Εκείνη είχε εστιάσει στα χαρτιά. Για μια στιγμή νόμισε, πως τα μάτια της τη γελούσαν ύστερα από εκείνο το εξαντλητικό κλάμα στο παγερό διάδρομο του νοσοκομείου.
Γύρισε και βρήκε τα μάτια του Ορέστη να τη κοιτούν. Ένιωσε την αγάπη του να τη κουκουλώνει με ένα αόρατο πέπλο. Ένιωσε ασφαλής.
«Τα κρατούσε η Γιώτα όταν μπήκε στο αυτοκίνητο» της είπε πριν εκείνη προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε.
«Τι να κάνω;»
«Εκείνο που νομίζεις εσύ σωστό».
Η Σόφη χάραξε κάτι στα χείλη της που έμοιαζε με χαμόγελο. Το μόνο που διακρινόταν καθαρά σε εκείνη τη χαρακιά στα χείλη της, ήταν η ειρωνεία. 
Ο Ορέστης ξεκίνησε το αυτοκίνητο κι η Σόφη άφησε τα χαρτιά στην ησυχία τους. Είχε χρόνο μέχρι να έφταναν στο σπίτι της Τούλας. Είχε;
Το τηλέφωνο της κουδούνισε μέσα από τη τσάντα της. Το έβγαλε κι είδε στην οθόνη το όνομα του Ιωάννου. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου».